lomo: ουσιαστικό (σύμφωνα με το ισπανικό γλωσσάριο)
/lomo/ [ˈlomo]
Η λέξη lomo χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μέρος του σώματος που αναφέρεται στη “πλάτη” ή για να εννοήσει ένα συγκεκριμένο κομμάτι κρέατος από το χοίρο ή άλλο ζώο, ιδιαίτερα σε παρασκευές φαγητού. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της λέξης είναι συχνή και στην προφορική και στη γραπτή επικοινωνία.
Μου αρέσει πολύ το λαιμό χοιρινού στη σχάρα.
El lomo de la imagen muestra un paisaje montañoso.
Η λέξη lomo μπορεί να χρησιμοποιείται και σε φράσεις ή εκφράσεις που σχετίζονται με την τέχνη της μαγειρικής ή την περιγραφή του σώματος.
Να φτιάξετε λαιμό ψαριού είναι μια σημαντική μαγειρική τεχνική.
Tiene el lomo muy fuerte, por eso puede cargar mucho peso.
Έχει πολύ δυνατή πλάτη, γι' αυτό μπορεί να κουβαλήσει πολλά βάρη.
El libro se encuentra en la parte inferior del lomo.
Η λέξη lomo προέρχεται από το λατινικό “lōmus”, που σημαίνει πλευρά ή πλάτη.
Συνώνυμα: - Espalda (πλάτη) - Parte trasera (οπίσθιο τμήμα)
Αντώνυμα: - Pecho (στήθος) - Frente (μέτωπο)
Η λέξη lomo έχει ποικιλία χρήσεων και σημασιών στην ισπανική γλώσσα, τόσο σε καθημερινές εκφράσεις όσο και σε μαγειρικές προτάσεις. Είναι σημαντικό να κατανοούμε το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται για να αποδώσουμε ακριβώς τη σημασία της.