Η λέξη "lona" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [ˈlona]
Η λέξη "lona" αναφέρεται γενικά σε ένα μεγάλο κομμάτι υφάσματος ή σε οποιοδήποτε είδος μουσαμά, συχνά χρησιμοποιούμενη για κάλυψη ή προστασία από το νερό ή άλλες καιρικές συνθήκες. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε κάποιες γραπτές περιπτώσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια.
Voy a comprar una lona para cubrir el coche.
(Θα αγοράσω ένα πανί για να καλύψω το αυτοκίνητο.)
La lona de la carpa se rompió durante la tormenta.
(Το πανί της σκηνής σκίστηκε κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.)
Necesitamos lona nueva para el picnic.
(Χρειαζόμαστε νέο πανί για το πικνίκ.)
Η λέξη "lona" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές χρήσεις που δείχνουν τη σημασία της.
Hacer de lona
(Κάνω από μουσαμά)
Significa que alguien se ve obligado a cargar con las cargas de otra persona.
(Σημαίνει ότι κάποιος υποχρεώνεται να φορτωθεί τις υποχρεώσεις κάποιου άλλου.)
Estar en la lona
(Είμαι στο πανί)
Se refiere a estar en una situación muy difícil o desventajosa.
(Αναφέρεται στο να βρίσκεσαι σε μια πολύ δύσκολη ή αδύναμη κατάσταση.)
Tirar la lona
(Ρίχνω το πανί)
Implica renunciar a algo o dejar de intentarlo.
(Σημαίνει να παραιτείσαι από κάτι ή να σταματήσεις να προσπαθείς.)
Η λέξη "lona" προέρχεται από την λατινική λέξη "lōna", που αναφερόταν σε ένα μεγάλο φύλλο υφάσματος ή μουσαμά.
Συνώνυμα: - Μουσαμάς - Υφάσµα - Κάλυμμα
Αντώνυμα: - Γυμνός (όταν αφορά την έλλειψη κάλυψης)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "lona" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.