Η λέξη "longevo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που ζει ή διαρκεί πολύ καιρό. Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε άτομα που έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής ή σε αντικείμενα που διαρκούν πολύ. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Ο γέρος είναι ένα παράδειγμα μακροχρόνιου ατόμου.
Los árboles en esta área son muy longevos.
Η "longevo" μπορεί να εμπλέκεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που υποδηλώνουν μακροχρόνια διάρκεια.
Μια μακροχρόνια ζωή δεν σημαίνει πάντα ποιότητα ζωής.
Los secretos de una vida longeva son el ejercicio y la buena alimentación.
Τα μυστικά μιας μακροχρόνιας ζωής είναι η άσκηση και η καλή διατροφή.
Las especies longevas son una maravilla de la naturaleza.
Η λέξη "longevo" προέρχεται από τα λατινικά "longevus", το οποίο αποτελείται από τις λέξεις "longus" (μακρύς) και "aevum" (αιώνας ή διάρκεια) που σημαίνει "μακρής διάρκειας".