Η λέξη "longitud" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/loŋɡiˈtud/
Η λέξη "longitud" αναφέρεται στη μέτρηση της απόστασης σε ευθύγραμμες ή καμπύλες γραμμές, και χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η γεωγραφία, η ναυτιλία και οι σειρές που σχετίζονται με την οικονομία και τον στρατό. Είναι συχνά πιο διαδεδομένη στον γραπτό λόγο, κυρίως στα επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
Το μήκος της ισημερινής γραμμής είναι περίπου 40.075 χιλιόμετρα.
Necesitamos medir la longitud de este terreno para calcular su área.
Χρειαζόμαστε να μετρήσουμε το μήκος αυτού του εδάφους για να υπολογίσουμε την επιφάνειά του.
La longitud de las olas en el océano puede variar según el viento.
Η λέξη "longitud" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολύ κοινούς ιδιωματικούς εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε φράσεις στον επιστημονικό τομέα. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές χρήσεις:
Γραμμή μήκος: Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στις φανταστικές γραμμές που πηγαίνουν από πόλο σε πόλο σε έναν χάρτη.
Medir la longitud: Es una acción común en la topografía y la cartografía.
Μετράμε το μήκος: Είναι μια κοινή ενέργεια στην τοπογραφία και την χαρτογραφία.
Cálculo de longitud: Implica técnicas matemáticas para determinar la posición geográfica.
Η λέξη "longitud" προέρχεται από το λατινικό "longitudo", που σημαίνει "μήκος".
Συνώνυμα: - extensión (έκταση) - tamaño (μέγεθος)
Αντώνυμα: - latitud (πλάτος)
Αυτή η λέξη συνδέεται στενά με πολλές πτυχές της επιστήμης και της καθημερινής ζωής, δίνοντας σημασία στις μετρήσεις και τη γεωγραφία.