Loro είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "loro" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [ˈlo.ɾo].
Η λέξη "loro" στα ισπανικά σημαίνει "παπαγάλος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει το πτηνό αυτό, το οποίο είναι γνωστό για την ικανότητά του να μιλά. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς οι αναφορές σε ζώα και κατοικίδια είναι συχνές στην καθημερινή ζωή και την επικοινωνία.
El loro habla mucho en la casa.
(Ο παπαγάλος μιλάει πολύ στο σπίτι.)
Compré un loro de muchos colores.
(Αγόρασα έναν παπαγάλο με πολλά χρώματα.)
Στα ισπανικά, η λέξη "loro" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος δεν θέλει να επαναληφθεί ή να αντιγραφεί.
Ese loro no tiene plumas.
(Αυτός ο παπαγάλος δεν έχει φ羽μα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που φαίνεται να λείπει από αυτό ή να μην είναι ολοκληρωμένο.
Hablo como loro.
(Μιλάω όπως ο παπαγάλος.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος επαναλαμβάνει στα λόγια άλλων χωρίς να προσθέτει δική του σκέψη ή περιεχόμενο.
Eres un loro.
(Είσαι ένας παπαγάλος.)
Η λέξη "loro" προέρχεται από τα λατινικά "lūrum". Το κέντρο της σημασίας ήταν πάντα σχετικό με τα πτηνά, και ιδιαίτερα με εκείνα που είναι γνωστά για την ικανότητά τους να μιλούν.
Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τη λέξη "loro", δεδομένου ότι αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο είδος πτηνού. Ωστόσο, μπορεί κανείς να αναφέρει πτηνά που δεν μιλούν ή δεν έχουν την ικανότητα να επαναλαμβάνουν λέξεις, όπως: - Pájaro (πτηνό, γενικά)