Losa είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης losa με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈlosa/.
Η λέξη losa αναφέρεται σε μια επίπεδη, συνήθως τετράγωνη ή ορθογώνια μάζα από υλικό (όπως πέτρα ή τσιμέντο) που χρησιμοποιείται ως δάπεδο ή για εξωτερικές επενδύσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε κατασκευές και σε αρχιτεκτονική. Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό επίπεδο, χωρίς να δείχνει κάποια ιδιαίτερη προτίμηση για το ένα ή το άλλο.
Η πλάκα του δαπέδου είναι πολύ ανθεκτική.
Vamos a colocar una losa nueva en la terraza.
Θα βάλουμε μια καινούργια πλάκα στη βεράντα.
La construcción requiere una base de losas adecuadas.
Η λέξη losa δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε μερικές περιπτώσεις:
Σημαίνει ότι νιώθεις ένα βαρύ βάρος ή μια μεγάλη ευθύνη.
Tener una losa en el corazón.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα συναισθηματικό βάρος ή θλίψη.
Quedarse en una losa.
Η λέξη losa προέρχεται από τη λατινική λέξη "lūsa", που σημαίνει επίπεδη πλάκα ή τεμάχιο.
Συνώνυμα: - placa (πλάκα) - loseta (πλακάκι)
Αντώνυμα: - desnivel (ανύψωση, ανώμαλη επιφάνεια)
Αυτή η πληροφορία παρέχει μια περιεκτική κατανόηση της λέξης losa και των χρήσεών της στην ισπανική γλώσσα.