Η λέξη "lote" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "lote" είναι /ˈlo.te/.
Η λέξη "lote" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει ένα σύνολο αντικειμένων ή ατόμων που προορίζονται ή εξετάζονται μαζί. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των πωλήσεων, της οικονομίας και των νομικών ζητημάτων. Στην καθημερινή γλώσσα, αναφέρεται σε ομάδες αντικειμένων που μπορεί να πωλούνται ή να διανέμονται ως πακέτο. Έχει αρκετή χρήση και στα γραπτά και στα προφορικά πλαίσια.
El lote de productos se vendió rápidamente.
(Η παρτίδα προϊόντων πουλήθηκε γρήγορα.)
El lote de terrenos fue adjudicado en una subasta.
(Η ομάδα των ακινήτων ανατέθηκε σε δημοπρασία.)
Necesitamos revisar el lote de documentos antes de la reunión.
(Πρέπει να ελέγξουμε την παρτίδα των εγγράφων πριν από τη συνάντηση.)
Η λέξη "lote" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Llevarse el lote: σημαίνει να τα παίρνεις όλα ή να κερδίζεις τα πάντα.
Ejemplo: Si ganas el premio, te llevarás el lote completo.
(Αν κερδίσεις το βραβείο, θα πάρεις όλα.)
Lote de compras: αναφέρεται σε αγορές που γίνονται με μια συγκεκριμένη ομάδα προϊόντων.
Ejemplo: He preparado un lote de compras para el fin de semana.
(Έχω ετοιμάσει μια παρτίδα αγορών για το Σαββατοκύριακο.)
Lote de premios: περιγράφει μια ομάδα βραβείων που διατίθενται σε διαγωνισμούς.
Ejemplo: El lote de premios incluye viajes y dinero en efectivo.
(Η παρτίδα των βραβείων περιλαμβάνει ταξίδια και μετρητά.)
Η λέξη "lote" προέρχεται από το γαλλικό "lot", που σημαίνει "τύχη", "συγκρότημα". Το ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια του "μοιράζω" ή "κατανέμω".
Συνώνυμα: - Partida (παρτίδα) - Conjunto (συγκρότημα) - Grupo (ομάδα)
Αντώνυμα: - Individual (ατομικός) - Sencillo (απλός)
Η λέξη "lote" έχει καθιερωθεί σε πολλές καθημερινές καταστάσεις, είτε πρόκειται για εμπορευματικές συναλλαγές είτε για ημερήσιες ανάγκες, κάνοντάς την θεμελιώδη για την κατανόηση πολλών περιπτώσεων στη γλώσσα και στους τομείς που την περιβάλλουν.