Λέξη: lubricante
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [luβɾiˈkante]
Η λέξη "lubricante" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε μια ουσία που χρησιμοποιείται για τη μείωση της τριβής μεταξύ διαφόρων επιφανειών. Είναι συνηθισμένη στον τομέα της μηχανολογίας, της ιατρικής, της αυτοκινητοβιομηχανίας, αλλά και σε καθημερινές εφαρμογές, όπως η χρήση λιπαντικών για εναρμόνιση μηχανικών μερών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο στα τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο ανάλογα με το περιστατικό.
"Ο μηχανικός εφαρμόσε λιπαντικό στα κινητά μέρη της μηχανής."
"Es importante usar un buen lubricante para mantener el funcionamiento eficiente del equipo."
Η λέξη "lubricante" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι χρήσιμη σε ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με τη μηχανολογία και τη φροντίδα συσκευών.
"Το κατάλληλο λιπαντικό μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια ζωής των συσκευών."
"Siempre revisa el lubricante de tu auto antes de un viaje largo."
"Πάντα έλεγχε το λιπαντικό του αυτοκινήτου σου πριν από ένα μακρύ ταξίδι."
"Sin lubricante, los engranajes podrían desgastarse rápidamente."
Η λέξη "lubricante" προέρχεται από το λατινικό "lubricans", που σημαίνει "λίπος, γλιστερός", από το ρήμα "lubricare", που σημαίνει "γλιστράω".
Συνώνυμα: - engrase (γράσο) - aceite (λάδι)
Αντώνυμα: - seco (στεγνός) - vacío (κενός)