lubricante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

lubricante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Λέξη: lubricante
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [luβɾiˈkante]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και χρήση

Η λέξη "lubricante" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε μια ουσία που χρησιμοποιείται για τη μείωση της τριβής μεταξύ διαφόρων επιφανειών. Είναι συνηθισμένη στον τομέα της μηχανολογίας, της ιατρικής, της αυτοκινητοβιομηχανίας, αλλά και σε καθημερινές εφαρμογές, όπως η χρήση λιπαντικών για εναρμόνιση μηχανικών μερών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο στα τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο ανάλογα με το περιστατικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El mecánico aplicó lubricante en las partes móviles del motor."
  2. "Ο μηχανικός εφαρμόσε λιπαντικό στα κινητά μέρη της μηχανής."

  3. "Es importante usar un buen lubricante para mantener el funcionamiento eficiente del equipo."

  4. "Είναι σημαντικό να χρησιμοποιείτε ένα καλό λιπαντικό για να διατηρείτε τη αποδοτική λειτουργία του εξοπλισμού."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "lubricante" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι χρήσιμη σε ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με τη μηχανολογία και τη φροντίδα συσκευών.

  1. "El lubricante adecuado puede prolongar la vida útil de los equipos."
  2. "Το κατάλληλο λιπαντικό μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια ζωής των συσκευών."

  3. "Siempre revisa el lubricante de tu auto antes de un viaje largo."

  4. "Πάντα έλεγχε το λιπαντικό του αυτοκινήτου σου πριν από ένα μακρύ ταξίδι."

  5. "Sin lubricante, los engranajes podrían desgastarse rápidamente."

  6. "Χωρίς λιπαντικό, τα γρανάζια θα μπορούσαν να φθαρούν γρήγορα."

Ετυμολογία

Η λέξη "lubricante" προέρχεται από το λατινικό "lubricans", που σημαίνει "λίπος, γλιστερός", από το ρήμα "lubricare", που σημαίνει "γλιστράω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - engrase (γράσο) - aceite (λάδι)

Αντώνυμα: - seco (στεγνός) - vacío (κενός)



23-07-2024