Η λέξη "lucha" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "lucha" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /ˈlut͡ʃa/
Η λέξη "lucha" σημαίνει "πάλη" ή "αγώνας" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια φυσική ή μεταφορική σύγκρουση μεταξύ ατόμων, ομάδων ή δυνάμεων. Στα ισπανικά, η "lucha" μπορεί να σχετίζεται με κοινωνικές, πολιτικές ή στρατιωτικές συγκρούσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις καθημερινές συζητήσεις, και είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτό πλαίσιο.
La lucha por los derechos humanos es muy importante.
(Η πάλη για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πολύ σημαντική.)
En la pelea, su fuerza fue crucial en la lucha.
(Στον αγώνα, η δύναμή του ήταν κρίσιμη στην πάλη.)
La lucha contra la pobreza requiere mucha dedicación.
(Η πάλη κατά της φτώχιας απαιτεί πολύ αφοσίωση.)
Es importante luchar por un sueño y no rendirse.
(Είναι σημαντικό να παλέψεις για ένα όνειρο και να μην παραδοθείς.)
Lucha interna
(Εσωτερική πάλη)
La lucha interna que siente la llevó a buscar ayuda.
(Η εσωτερική πάλη που αισθανόταν την οδήγησε να ζητήσει βοήθεια.)
Lucha de clases
(Πάλη των τάξεων)
La lucha de clases es un tema central en la teoría social.
(Η πάλη των τάξεων είναι ένα κεντρικό θέμα στη κοινωνική θεωρία.)
Luchar contra viento y marea
(Να παλέψεις ενάντια σε ανέμους και παλίρροιες)
Siempre luchó contra viento y marea para alcanzar su meta.
(Πάντα πάλευε ενάντια σε ανέμους και παλίρροιες για να πετύχει το στόχο του.)
Lucha diaria
(Καθημερινή πάλη)
Η λέξη "lucha" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "luctari", που σημαίνει "να παλεύω" ή "να αγωνίζομαι". Η μορφή και η σημασία έχουν παραμείνει σταθερές μέσω των αιώνων.
Συνώνυμα:
- batalla (μάχη)
- pelea (καυγάς)
- enfrentamiento (αντιπαράθεση)
Αντώνυμα:
- paz (ειρήνη)
- calma (ηρεμία)
- acuerdo (συμφωνία)