Η λέξη "luchador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "luchador" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /lu.t͡ʃaˈðoɾ/.
Η λέξη "luchador" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - παλαιστής - μαχητής
Η λέξη "luchador" αναφέρεται σε κάποιον που συμμετέχει σε μάχες ή αγώνες, κυρίως σε βαρέα αθλήματα όπως η πάλη (lucha libre). Χρησιμοποιείται τόσο στο προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και είναι πιο κοινή σε συνθήκες που σχετίζονται με τον αθλητισμό ή την τηλεόραση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με παραπάνω αναφορές σε αθλητικά και ψυχαγωγικά πλαίσια.
Ο παλαιστής κέρδισε το πρωτάθλημα πέρυσι.
Cada luchador tiene su propio estilo de combate.
Κάθε παλαιστής έχει το δικό του στυλ μάχης.
El luchador famoso hará una aparición en el evento.
Η λέξη "luchador" χρησιμοποιείται συχνά σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αντοχή και την αποφασιστικότητα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να είσαι ένας μαχητής στη ζωή. (Αναφέρεται σε κάποιον που αγωνίζεται για τους στόχους του.)
Luchador por tus sueños.
Πάλεψε για τα όνειρά σου. (Παρακίνηση για να κυνηγήσεις τους στόχους σου.)
No te rindas, eres un luchador.
Μην τα παρατάς, είσαι ένας μαχητής. (Υποστήριξη σε κάποιον που περνά δύσκολες στιγμές.)
Cada luchador tiene su batalla.
Κάθε μαχητής έχει τη μάχη του. (Αναγνώριση ότι ο καθένας αντιμετωπίζει τις δικές του προκλήσεις.)
Luchador y perseverante hasta el final.
Η λέξη "luchador" προέρχεται από το ρήμα "luchar", που σημαίνει "παλεύω" ή "αγωνίζομαι" στα Ισπανικά, με την προσθήκη του καταληκτικού -dor, που υποδηλώνει κάποιον που εκτελεί την ενέργεια του ρήματος.
Συνώνυμα: - peleador (μαχητής) - combatiente (μάχος)
Αντώνυμα: - rendido (παραιτημένος) - inactivo (αδρανής)