Το "lucir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή για το "lucir" με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /luˈsir/.
Το "lucir" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - να λάμψει - να φωτίσει - να επιδείξει
Η λέξη "lucir" σημαίνει να αποκαλύπτεται φως ή να φαίνεται έντονα, χρησιμοποιούμενη σε περιπτώσεις όπου κάτι ή κάποιος εμφανίζεται όμορφα ή με σημασία. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες περιστάσεις, όπως περιγραφή εμφάνισης, ρούχων ή ταλέντου.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται εξίσου τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε λογοτεχνικά ή περιγραφικά κείμενα.
Αυτή φοράει ένα φόρεμα που λάμπει εντυπωσιακά.
El sol empieza a lucir en el horizonte.
Ο ήλιος αρχίζει να λάμπει στον ορίζοντα.
Siempre intenta lucir su mejor versión.
Το "lucir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
Μετάφραση: Πάντα φαίνονται καλά όταν φορούν αυτά τα ρούχα.
Lucir como un rey/reina
Μετάφραση: Στην τελετή του γάμου της, φάνηκε σαν βασίλισσα.
Lucir un talento
Μετάφραση: Η ικανότητά του να παίζει πιάνο πραγματικά αποκαλύπτεται στη σκηνή.
Lucir a la altura
Η λέξη "lucir" προέρχεται από το λατινικό "lucire", το οποίο σημαίνει "να λάμπει" ή "να φωτίζει". Η ρίζα της σχετίζεται με τη λέξη "lux", που σημαίνει "φως".
Συνώνυμα: - Brillar (να λάμπει) - Resplandecer (να ακτινοβολεί)
Αντώνυμα: - Apagar (να σβήσει) - Omitir (να παραλείψει)