Το "lucrarse" είναι ρήμα.
/luˈkɾaɾse/
Η λέξη "lucrarse" σημαίνει να αποκομίζει κάποιος κέρδη ή όφελος, συχνά με μια αίσθηση εκμετάλλευσης ή αθέμιτης κερδοφορίας. Χρησιμοποιείται σε οικονομικά συμφραζόμενα για να υποδείξει τη δράση κάποιου που επιδιώκει να αποκτήσει πλούτο ή κέρδη, συχνά σε βάρος άλλων. Είναι πιο συνηθισμένο στο γραπτό πλαίσιο που σχετίζεται με την οικονομία ή την πολιτική, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
Η εταιρεία κέρδισε τεράστια κέρδη κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Es poco ético lucrarse a expensas de los demás.
Η λέξη "lucrarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπου συχνά παραπέμπει σε δράσεις που σχετίζονται με την οικονομική εκμετάλλευση ή αθέμιτο κέρδος.
"Να κερδίζεις από τον πόνο των άλλων."
"No se puede lucrar sin esfuerzo."
"Δεν μπορείς να κερδίζεις χωρίς κόπο."
"Muchos se lucran de las desgracias ajenas."
"Πολλοί κερδίζουν από τις ατυχίες των άλλων."
"Lucrarse a costa de la ignorancia."
"Να κερδίζεις εις βάρος της άγνοιας."
"El político se lucra de su poder."
Η λέξη "lucrarse" προέρχεται από το λατινικό "lucrari", που σημαίνει "να κερδίζω" ή "να αποκτώ κέρδη". Είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια του κέρδους και της οικονομικής εκμετάλλευσης.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν ένα πλήρες πλαίσιο για τη λέξη "lucrarse" και την οικονομική της σημασία στη γλώσσα Ισπανικά.