Επίθετο (Adjetivo).
/luˈkɾit̪iβo/
Η λέξη "lucrativo" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε κάτι που αποφέρει κέρδος ή έσοδα. Χρησιμοποιείται σε πολλά συμφραζόμενα, όπως στην οικονομία, τις επιχειρήσεις και τον νομικό τομέα. Η χρήση της είναι συχνή, κυρίως σε γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε οικονομικές συζητήσεις.
"El negocio es muy lucrativo."
(Η επιχείρηση είναι πολύ κερδοφόρα.)
"Invertir en acciones puede ser lucrativo si se hace correctamente."
(Η επένδυση σε μετοχές μπορεί να είναι κερδοφόρα αν γίνει σωστά.)
"Las industrias tecnológicas son consideradas altamente lucrativas en la actualidad."
(Οι βιομηχανίες τεχνολογίας θεωρούνται εξαιρετικά κερδοφόρες σήμερα.)
Η λέξη "lucrativo" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει φράσεις που περιγράφουν κερδοφόρες καταστάσεις ή πρακτικές.
"Tener un negocio lucrativo es el sueño de muchos emprendedores."
(Να έχεις μια κερδοφόρα επιχείρηση είναι το όνειρο πολλών επιχειρηματιών.)
"Es importante encontrar un trabajo lucrativo que te apasione."
(Είναι σημαντικό να βρεις μια κερδοφόρα δουλειά που να σου αρέσει.)
"Los proyectos lucrativos requieren inversión y tiempo."
(Τα κερδοφόρα σχέδια απαιτούν επένδυση και χρόνο.)
Η λέξη "lucrativo" προέρχεται από το λατινικό "lucrativus", το οποίο σχετίζεται με την έννοια του κέρδους ή της κερδοφορίας.
Συνώνυμα: - rentables - provechosos
Αντώνυμα: - no lucrativos - poco rentables