Λέξη: lucro
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [ˈlukɾo]
Η λέξη "lucro" αναφέρεται στο κέρδος που προέρχεται από επιχειρηματικές δραστηριότητες ή άλλες οικονομικές συναλλαγές. Στη γλώσσα των οικονομικών, δηλώνει την διαφορά μεταξύ εσόδων και εξόδων μιας επιχείρησης. Ουσιαστικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το θετικό αποτέλεσμα μιας οικονομικής δραστηριότητας.
Συχνότητα χρήσης: αρκετά συχνή, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τον οικονομικό τομέα.
Η επιχείρηση είχε ένα μεγάλο κέρδος φέτος.
El lucro neto se incrementó en un 20%.
Το καθαρό κέρδος αυξήθηκε κατά 20%.
Es importante reinvertir parte del lucro en el crecimiento del negocio.
Η λέξη "lucro" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις οι οποίες σχετίζονται με τα κέρδη και την οικονομία:
Buscar el lucro:
La mayoría de las empresas busca el lucro en sus operaciones.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις επιδιώκουν το κέρδος στις δραστηριότητές τους.
Aumento del lucro:
Este trimestre hemos tenido un aumento del lucro significativo.
Αυτό το τρίμηνο είχαμε μια σημαντική αύξηση του κερδους.
Lucro y perdida:
El informe financiero muestra el cálculo de lucro y pérdida.
Η χρηματοοικονομική αναφορά δείχνει τον υπολογισμό του κερδους και της ζημιάς.
Sin lucro:
Las organizaciones sin lucro trabajan por un propósito social.
Οι οργανώσεις χωρίς κερδοσκοπικούς σκοπούς εργάζονται για έναν κοινωνικό σκοπό.
Η λέξη "lucro" προέρχεται από το λατινικό "lucrum", το οποίο επίσης σημαίνει κέρδος ή όφελος. Η ρίζα αυτή έχει επηρεάσει διάφορες γλώσσες και διατηρεί τη βασική της έννοια σε πολλές από αυτές.
Συνώνυμα:
- beneficio (όφελος)
- ganancia (κέρδος)
Αντώνυμα:
- pérdida (ζημία)
- déficit (έλλειμμα)