Η λέξη "luego" είναι ένας επιρρηματικός όρος στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "luego" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈlwe.ɣo/
Η λέξη "luego" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - τότε - ύστερα - στη συνέχεια
Η λέξη "luego" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι που συμβαίνει μετά από μία συγκεκριμένη στιγμή ή γεγονός. Είναι πολύ συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με λίγο πιο έντονη προτίμηση στον προφορικό λόγο.
Voy a comer y luego voy al cine.
Θα φάω και μετά θα πάω σινεμά.
Primero estudia, luego sal a jugar.
Πρώτα διάβασε, ύστερα βγες να παίξεις.
Η λέξη "luego" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωμαντικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Luego de la tormenta, llega la calma.
Μετά από την καταιγίδα, έρχεται η ηρεμία.
(Αυτό υποδηλώνει ότι μετά από δύσκολες καταστάσεις, συνήθως έρχεται η ανακούφιση.)
Hablaremos luego.
Θα μιλήσουμε αργότερα.
(Μια πρακτική έκφραση για να υποδείξει ότι κάτι θα γίνει στο μέλλον.)
Ahora esto, luego aquello.
Τώρα αυτό, μετά εκείνο.
(Χρησιμοποιείται για να οργανώσει έναν κατάλογο ή σειρά δραστηριοτήτων.)
No te preocupes, luego lo resolveremos.
Μην ανησυχείς, θα το λύσουμε αργότερα.
(Έκφραση που ενδυναμώνει κάποιον να μην ανησυχεί για ένα πρόβλημα.)
Η λέξη "luego" προέρχεται από το λατινικό "luego", το οποίο σημαίνει "τότε" ή "στη συνέχεια". Η χρήση της επεκτάθηκε στη μεσαιωνική Ισπανία και παρέμεινε σταθερή μέχρι σήμερα.
Συνώνυμα: - entonces (τότε) - posteriormente (μετά)
Αντώνυμα: - antes (πριν) - previamente (προτού)
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια εμπεριστατωμένη εικόνα της λέξης "luego" στα Ισπανικά, μαζί με τους τρόπους χρήσης και τη σημασία της.