Το "lujo" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή του "lujo" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι /ˈluxo/.
Η λέξη "lujo" αναφέρεται σε κατάσταση ή χαρακτηριστικό που σχετίζεται με την πολυτέλεια και την άνεση, επηρεάζοντας συχνά την ποιότητα ζωής και το επίπεδο του βιοτικού επιπέδου. Η χρήση της μπορεί να εμφανιστεί είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο, αν και συχνά προτιμάται σε γραπτά κείμενα, διαφημίσεις και περιγραφές που σχετίζονται με την πολυτέλεια.
Παραδείγματα προτάσεων:
- La casa tenía un lujo impresionante que dejaba sin aliento.
(Το σπίτι είχε μια εντυπωσιακή πολυτέλεια που άφηνε χωρίς ανάσα.)
Η λέξη "lujo" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Esta comida es de lujo.
(Αυτή η φαγητό είναι πολυτελές.)
Vivir a todo lujo: να ζει κάποιος με μεγάλη πολυτέλεια.
Ellos viven a todo lujo en su mansión.
(Αυτοί ζουν με μεγάλη πολυτέλεια στη βίλα τους.)
Un lujo que no todos pueden permitirse: μια πολυτέλεια που δεν μπορούν όλοι να αντέξουν οικονομικά.
Viajar en primera clase es un lujo que no todos pueden permitirse.
(Το να ταξιδεύει κανείς στην πρώτη θέση είναι μια πολυτέλεια που δεν μπορούν όλοι να αντέξουν οικονομικά.)
A lujo: να δείχνει υπερβολική αριστοκρατία ή πολυτέλεια.
Η λέξη "lujo" προέρχεται από το λατινικό "luxus", που σημαίνει "πληθωρικότητα", "πολυτελής".
Συνώνυμα: - opulencia (ευημερία) - riqueza (πλούτος)
Αντώνυμα: - pobreza (φτώχεια) - escasez (σπανιότητα)