Η λέξη "luminosidad" είναι ουσιαστικό.
/humino.si.'ðað/
Η "luminosidad" αναφέρεται στην ποιότητα ή κατάσταση του να είναι φωτεινός ή να εκπέμπει φως. Στην φυσική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ποσότητα του φωτός που απελευθερώνεται ή αντανακλάται από μια επιφάνεια. Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης γενικά για να περιγράψει επίπεδα φωτεινότητας σε διάφορες καταστάσεις. Αν και είναι πιο κοινή στη γραπτή επικοινωνία, μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε επιστημονικές ή τεχνικές συζητήσεις.
Η φωτεινότητα του αστεριού είναι εντυπωσιακή.
La luminosidad en esta habitación es muy baja.
Η φωτεινότητα σε αυτό το δωμάτιο είναι πολύ χαμηλή.
La luminosidad del sol varía durante el día.
Η λέξη "luminosidad" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου μπορεί να εμφανιστεί σε πιο ποιητικά ή μεταφορικά συμφραζόμενα.
Η φωτεινότητα των ιδεών σου φωτίζει το δρόμο μου.
En la noche más oscura, la luminosidad de una estrella puede guiarnos.
Στη πιο σκοτεινή νύχτα, η φωτεινότητα ενός αστεριού μπορεί να μας καθοδηγήσει.
Su sonrisa tiene una luminosidad que alegra a todos.
Το χαμόγελό της έχει μια φωτεινότητα που ευχαριστεί όλους.
Buscamos la luminosidad en medio de la tristeza.
Η λέξη "luminosidad" προέρχεται από το λατινικό "luminositas", το οποίο βασίζεται στη ρίζα "lumin-" που σημαίνει "φως". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με το ρήμα "luminare" που σημαίνει "να φωτίζω".
Συνώνυμα: - Brillo (λάμψη) - Radiancia (ακτινοβολία) - Clareza (καθαρότητα)
Αντώνυμα: - Oscuridad (σκοτάδι) - Opacidad (θολότητα) - Tiniebla (σκοτάδι)