mÉdula Part of speech: Noun Phonetic transcription: /ˈme.ðu.la/ Σημασίες: 1. Εσωτερικό μέρος των οστών στο οποίο παράγονται τα κύτταρα του αίματος. 2. Κέντρο ή ουσία σε κάποιο αντικείμενο ή οντότητα. Χρήση: Η λέξη "médula" χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή ισπανική γλώσσα. Είναι μία λέξη που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, ιδίως σε επιστημονικό και ιατρικό περιβάλλον.
Συνώνυμα: πυρήνας, κεντρικό τμήμα Αντώνυμα: περιφέρεια
Η λέξη "médula" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
No enojes a Carlos, que es capaz de sacarte la médula con sus críticas.
Estudiar la médula de algo: Translation: Να μελετήσεις τη μέδουλα κάτι.
Es importante estudiar la médula de este problema antes de tomar una decisión.
Hasta la médula: Translation: Μέχρι τη μέδουλα.
Esa persona es leal hasta la médula, siempre está dispuesta a ayudar.
Estar en la médula: Translation: Να είναι στη μέδουλα κάτι.
La honestidad está en la médula de su carácter.
Hacerse a la médula: Translation: Να γίνει κάποιος ένα με την μέδουλα.
Η λέξη "médula" προέρχεται από το λατινικό "medulla" που σήμαινε τη μέση ή το κέντρο.
Συνώνυμα: πυρήνας, κεντρικό τμήμα Αντώνυμα: περιφέρεια