Η λέξη "macana" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "macana" είναι /maˈkana/.
Η λέξη "macana" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως "μακάνα" και αναφέρεται συχνά σε μια μεγάλη ξύλινη ράβδωση ή όπλο που χρησιμοποιούν οι αυτόχθονες λαοί, κυρίως στη Λατινική Αμερική.
Η "macana" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει ένα είδος πρωτόγονου όπλου που κατασκευάζεται από ξύλο και συχνά έχει παραδοσιακή και πολιτιστική σημασία. Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολιτιστικά ή ιστορικά συμφραζόμενα και ορισμένες φορές αναφέρεται και σε αναφορές σχετικά με την πολεμική τέχνη. Η χρήση της είναι περισσότερο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο καθώς και σε πολιτιστικά κείμενα.
La macana es un arma tradicional en algunas culturas indígenas.
(Η μακάνα είναι ένα παραδοσιακό όπλο σε ορισμένες αυτόχθονες κουλτούρες.)
Los guerreros usaban la macana en sus batallas.
(Οι πολεμιστές χρησιμοποιούσαν τη μακάνα στις μάχες.)
Η λέξη "macana" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Echar la macana.
(Να κάνεις κάτι κακό ή να βλάψεις κάποιον.)
Εκείνος έριξε την μακάνα και κατέστρεψε την κατασκευή.
(He threw the macana and destroyed the construction.)
No hacer macanas.
(Να μην κάνεις ανόητες ή κακές ενέργειες.)
Es mejor no hacer macanas en el trabajo.
(Είναι καλύτερα να μην κάνεις ανόητες ενέργειες στη δουλειά.)
Η λέξη "macana" προέρχεται από τον όρο "macana" στα γαλλικά που αναφέρεται σε μεγάλη ράβδο ή όπλο. Οι ρίζες της μπορούν να εντοπιστούν σε γλώσσες περιφερειακών αυτόχθονων λαών.