macerar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

macerar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

macerar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /maseˈɾaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη macerar αναφέρεται στη διαδικασία της μουλιάσματος ή της μαρασμένου, όπου ένα υλικό ή μια ουσία εμποτίζεται σε υγρό για να μαλακώσει, να απορροφήσει γεύσεις ή να διασπαστεί. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στην κουζίνα (π.χ. μαρινάρισμα τροφίμων) ή στη θρησκεία (π.χ. στην παρασκευή κάποιων λειτουργικών προϊόντων). Η χρήση της είναι συνήθως πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να περιληφθεί και σε προφορικές συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los ingredientes deben macerar por al menos una hora.
    Τα υλικά πρέπει να μουλιάσουν τουλάχιστον μία ώρα.

  2. Es importante macerar la carne para que adquiera más sabor.
    Είναι σημαντικό να μουλιάσουμε το κρέας για να αποκτήσει περισσότερη γεύση.

  3. Al macerar las frutas, obtienes un delicioso sabor.
    Όταν μουλιάζεις τα φρούτα, αποκτάς μια νόστιμη γεύση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη macerar δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία της προετοιμασίας φαγητού και τη γεύση:

  1. Macerar en vino añade profundidad a los sabores.
    Το μουλιάσιμο σε κρασί προσθέτει βάθος στις γεύσεις.

  2. Es necesario macerar las hierbas antes de usarlas en la receta.
    Είναι απαραίτητο να μουλιάσουμε τα βότανα πριν τα χρησιμοποιήσουμε στη συνταγή.

  3. Macerar los ingredientes permite que se integren mejor.
    Το μουλιάσιμο των συστατικών επιτρέπει να ενσωματωθούν καλύτερα.

Ετυμολογία

Η λέξη macerar προέρχεται από το λατινικό "macerare", που σημαίνει "να κάνει μαλακό".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Remojar (μουλιάζω) - Blandear (μαλακώνω)

Αντώνυμα: - Secar (στεγνώνω) - Durecer (σκληραίνω)



23-07-2024