macerar
είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /maseˈɾaɾ/
Η λέξη macerar
αναφέρεται στη διαδικασία της μουλιάσματος ή της μαρασμένου, όπου ένα υλικό ή μια ουσία εμποτίζεται σε υγρό για να μαλακώσει, να απορροφήσει γεύσεις ή να διασπαστεί. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στην κουζίνα (π.χ. μαρινάρισμα τροφίμων) ή στη θρησκεία (π.χ. στην παρασκευή κάποιων λειτουργικών προϊόντων). Η χρήση της είναι συνήθως πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να περιληφθεί και σε προφορικές συζητήσεις.
Los ingredientes deben macerar por al menos una hora.
Τα υλικά πρέπει να μουλιάσουν τουλάχιστον μία ώρα.
Es importante macerar la carne para que adquiera más sabor.
Είναι σημαντικό να μουλιάσουμε το κρέας για να αποκτήσει περισσότερη γεύση.
Al macerar las frutas, obtienes un delicioso sabor.
Όταν μουλιάζεις τα φρούτα, αποκτάς μια νόστιμη γεύση.
Η λέξη macerar
δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία της προετοιμασίας φαγητού και τη γεύση:
Macerar en vino añade profundidad a los sabores.
Το μουλιάσιμο σε κρασί προσθέτει βάθος στις γεύσεις.
Es necesario macerar las hierbas antes de usarlas en la receta.
Είναι απαραίτητο να μουλιάσουμε τα βότανα πριν τα χρησιμοποιήσουμε στη συνταγή.
Macerar los ingredientes permite que se integren mejor.
Το μουλιάσιμο των συστατικών επιτρέπει να ενσωματωθούν καλύτερα.
Η λέξη macerar
προέρχεται από το λατινικό "macerare", που σημαίνει "να κάνει μαλακό".
Συνώνυμα: - Remojar (μουλιάζω) - Blandear (μαλακώνω)
Αντώνυμα: - Secar (στεγνώνω) - Durecer (σκληραίνω)