Macha είναι ουσιαστικό.
/ˈmat͡ʃa/
Η λέξη "macha" είναι μια κολοquial αναφορά για να περιγράψει μια γυναίκα, συχνά με τον τόνο της φιλίας ή της οικειότητας. Χρησιμοποιείται ευρέως στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής και έχει μια μη επίσημη και φιλική χροιά.
Παρόλο που η λέξη μπορεί να είναι συνηθισμένη στον προφορικό λόγο μεταξύ φίλων ή οικείων, δεν είναι πάντοτε κατάλληλη για επίσημα ή γραπτά συμφραζόμενα.
Μάχα, θέλεις να πάμε σινεμά απόψε;
Esa macha siempre me hace reír.
Αυτή η μάχα πάντα με κάνει να γελάω.
No puedo creer que esa macha no venga a la fiesta.
"Μη γίνεσαι μάχα, έλα να με βοηθήσεις."
"Esa macha es una genia en la cocina."
"Αυτή η μάχα είναι μια διάνοιξη στην κουζίνα."
"Siempre me encuentro con machas divertidas en las fiestas."
"Πάντα συναντώ διασκεδαστικές μάχες στις γιορτές."
"Mis amigas son las machas más leales que tengo."
"Οι φίλες μου είναι οι πιο πιστές μάχες που έχω."
"La macha de al lado tiene una risa contagiosa."
"Η μάχα δίπλα έχει μια μεταδοτική γέλια."
"No hay macha que no le guste bailar."
Η προέλευση της λέξης "macha" είναι ασαφής, αλλά πιστεύεται ότι προέρχεται από λατινικές ή ισπανικές ρίζες που χρησιμοποιούν τον όρο ως οικείο ή φιλικό προσδιορισμό για γυναίκες.