machacar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

machacar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Machacar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ma.t͡ʃaˈkaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη machacar στα Ισπανικά σημαίνει να θρυμματίζεις, να συνθλίβεις ή να λιώνεις κάτι, ιδιαίτερα σε σχέση με φαγητό, π.χ. να λιώσεις πατάτες ή να θρυμματίσεις σαλάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε γαστρονομικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να έχει μεταφορικές έννοιες, όπως να "σπάσεις" ή να "καταστρέψεις" κάτι σε άλλες περιστάσεις.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, ειδικά στο προφορικό λόγο και σε συνταγές μαγειρικής.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Es necesario machacar bien las patatas para hacer puré."
  2. "Είναι απαραίτητο να λιώσεις καλά τις πατάτες για να κάνεις πουρέ."

  3. "Él machacó el ajo en el mortero."

  4. "Αυτός έσπασε το σκόρδο στο γουδί."

  5. "A veces, machacar los problemas es la mejor solución."

  6. "Κάποιες φορές, το να καταστρέφεις τα προβλήματα είναι η καλύτερη λύση."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη machacar χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. "Machacar a alguien"
  2. Σημαίνει να καταναλώνεις ή να βασανίζεις κάποιον.
  3. "En la competencia, machacaron a sus oponentes."
  4. "Στον διαγωνισμό, κατέστρεψαν τους αντιπάλους τους."

  5. "Machacar con una tarea"

  6. Σημαίνει να επαναλαμβάνεις κάτι έως ότου γίνει κουραστικό.
  7. "El profesor está machacando con el mismo tema cada día."
  8. "Ο καθηγητής επαναλαμβάνει το ίδιο θέμα κάθε μέρα."

  9. "Machacar la competencia"

  10. Σημαίνει να κερδίζεις με μεγάλη διαφορά.
  11. "El equipo machacó la competencia en la final."
  12. "Η ομάδα κατέστρεψε τον αντίπαλο στον τελικό."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη machacar προέρχεται από την προφορά της λέξη "machaca," που σημαίνει "συνθλίβω" ή "θρυμματίζω" και συνδέεται με τις γαστρονομικές πρακτικές της Λατινικής Αμερικής.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Aplastar (συνθλίβω) - Triturar (θρυμματίζω) - Desmenuzar (συνθλίβω σε μικρές κομμάτια)

Αντώνυμα: - Unir (ενώνω) - Agrupar (ομαδοποιώ) - Reunir (συναθροίζω)



22-07-2024