Machacar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ma.t͡ʃaˈkaɾ/
Η λέξη machacar στα Ισπανικά σημαίνει να θρυμματίζεις, να συνθλίβεις ή να λιώνεις κάτι, ιδιαίτερα σε σχέση με φαγητό, π.χ. να λιώσεις πατάτες ή να θρυμματίσεις σαλάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε γαστρονομικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να έχει μεταφορικές έννοιες, όπως να "σπάσεις" ή να "καταστρέψεις" κάτι σε άλλες περιστάσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, ειδικά στο προφορικό λόγο και σε συνταγές μαγειρικής.
"Είναι απαραίτητο να λιώσεις καλά τις πατάτες για να κάνεις πουρέ."
"Él machacó el ajo en el mortero."
"Αυτός έσπασε το σκόρδο στο γουδί."
"A veces, machacar los problemas es la mejor solución."
Η λέξη machacar χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις:
"Στον διαγωνισμό, κατέστρεψαν τους αντιπάλους τους."
"Machacar con una tarea"
"Ο καθηγητής επαναλαμβάνει το ίδιο θέμα κάθε μέρα."
"Machacar la competencia"
Η λέξη machacar προέρχεται από την προφορά της λέξη "machaca," που σημαίνει "συνθλίβω" ή "θρυμματίζω" και συνδέεται με τις γαστρονομικές πρακτικές της Λατινικής Αμερικής.
Συνώνυμα: - Aplastar (συνθλίβω) - Triturar (θρυμματίζω) - Desmenuzar (συνθλίβω σε μικρές κομμάτια)
Αντώνυμα: - Unir (ενώνω) - Agrupar (ομαδοποιώ) - Reunir (συναθροίζω)