machete: ουσιαστικό
/maˈtʃete/
Η λέξη "machete" αναφέρεται σε ένα μεγάλο, πλατύ μαχαίρι που συχνά χρησιμοποιείται στην αγροτική εργασία, για το κόψιμο βλάστησης ή ως εργαλείο άμυνας. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, είναι ευρέως γνωστό και χρησιμοποιείται συχνά σε χώρες όπως το Μεξικό, όπου οι αγρότες και οι εργαζόμενοι στη γη το χρησιμοποιούν καθημερινά. Είναι ένα εργαλείο που συνδυάζει εμφάνιση μοντέρνου και παραδοσιακού.
Η χρήση του "machete" είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε λαϊκές ή αγροτικές συζητήσεις, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη γεωργία και τη φύση.
"Το μαχαίρι είναι ένα βασικό εργαλείο για να δουλεύεις στο χωράφι."
"Usé mi machete para cortar la maleza en el jardín."
"Χρησιμοποίησα το μαχαίρι μου για να κόψω τα χορτάρια στον κήπο."
"El machete puede ser muy peligroso si no se usa con cuidado."
Η λέξη "machete" επίσης χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Αποφάσισα να αναλάβω την ευθύνη και να αντιμετωπίσω τις υποχρεώσεις μου."
"Machetear"
"Πάντα προσπαθώ να δουλέψω σκληρά στη δουλειά."
"Machete de guerra"
Η λέξη "machete" προέρχεται από την ισπανική λέξη machete, που με τη σειρά της έχει Λατινικές ρίζες, πιθανόν από το ιταλικό machetta (μικρό μαχαίρι).
Συνώνυμα: - μαχαίρι - ξίφος (όταν αναφέρεται σε τύπο)
Αντώνυμα: - αφοπλισμένος (υπό την έννοια της έλλειψης όπλων) - χαλαρός (σε σχέση με το εργαλείο που χρησιμοποιείται για κοπή)
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "machete" καθώς και της πολιτιστικής της σημασίας στον ισπανόφωνο κόσμο.