Μacho (ουσιαστικό και επίθετο)
/má.tʃo/
Η λέξη macho χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια persona ή συμπεριφορά που αποπνέει ανδρισμό, συχνά με υπερβολικό και επιδεικτικό τρόπο. Σχετίζεται συνήθως με ανδρικές συμπεριφορές που υποδεικνύουν δύναμη, αυτοπεποίθηση ή κυριαρχία. Η χρήση της είναι συχνή και στους προφορικούς διαλόγους, ιδιαίτερα σε κοινωνικές συζητήσεις, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτό υλικό.
Él es un macho que siempre quiere ser el líder.
(Αυτός είναι ένας μάτσο που πάντα θέλει να είναι ο ηγέτης.)
La cultura del macho a menudo promueve estereotipos negativos.
(Η κουλτούρα του μάτσο συχνά προάγει αρνητικά στερεότυπα.)
Η λέξη macho χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, συχνά με θετικό ή αρνητικό πρόσημο:
Macho alfa:
Αναφέρεται σε άνδρα που είναι κυρίαρχος και αυθεντικός ηγέτης.
(Ο macho alfa είναι αυτός που τραβά την προσοχή σε κάθε κοινωνική συγκέντρωση.)
Actitud de macho:
Περιγράφει μια συμπεριφορά εγωιστική ή επιδεικτική.
(Η actitud de macho no siempre es bien vista en la sociedad moderna.)
(Η συμπεριφορά του μάτσο δεν είναι πάντα αποδεκτή στη σύγχρονη κοινωνία.)
Macho de verdad:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άντρα που εκφράζει παραδοσιακές αξίες ανδρισμού με σεβασμό και ευγένεια.
(Busco un macho de verdad que no tema mostrar sus sentimientos.)
(Ψάχνω έναν αληθινό άντρα που δεν φοβάται να δείξει τα συναισθήματά του.)
Ser más macho:
Σημαίνει να αποδείξεις την ανδρική σου δύναμη ή ικανότητα.
(A veces, ser más macho puede llevarte a situaciones difíciles.)
(Κάποιες φορές, το να αποδεικνύεις την ανδρική σου δύναμη μπορεί να σε οδηγήσει σε δύσκολες καταστάσεις.)
Η λέξη macho προέρχεται από την ισπανική λέξη που σημαίνει "αρσενικό" ή "άντρας". Χρησιμοποιείται από τον 19ο αιώνα για να περιγράψει χαρακτηριστικά που συνδέονται με την ανδρική φύση.
Συνώνυμα: - Varón (άντρας) - Hombre (άνδρας)
Αντώνυμα: - Mujer (γυναίκα) - Débil (αδύναμος)