Η λέξη "macizo" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "macizo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /maˈθi.θo/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή /maˈsi.zo/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Στα Ισπανικά, η λέξη "macizo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι συμπαγές, σταθερό ή ανθεκτικό. Ενδέχεται να αναφέρεται επίσης σε ζώνες γης ή βουνά που είναι γεμάτα από σκληρές πέτρες. Η χρήση της είναι σύνηθες και στις δύο περιπτώσεις είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό λόγο, χωρίς να υπάρχει σημαντική διαφορά.
El macizo de los Andes es impresionante.
(Η μάζα των Άνδεων είναι εντυπωσιακή.)
Este mueble está hecho de madera maciza.
(Αυτό το έπιπλο είναι κατασκευασμένο από συμπαγές ξύλο.)
Necesitamos un material macizo para la construcción.
(Χρειαζόμαστε ένα συμπαγές υλικό για την κατασκευή.)
Η λέξη "macizo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνά χρησιμοποιούμενη όσο άλλες λέξεις, δεν λείπει από την καθημερινή γλώσσα:
"Es un macizo de ideas."
(Είναι μια συμπαγής ιδέα.)
"Hicieron un macizo en la obra."
(Έκαναν μια σταθερή βάση στο έργο.)
"Cuando subas, asegúrate de que el terreno está macizo."
(Όταν ανέβεις, βεβαιώσου ότι το έδαφος είναι σταθερό.)
"El diseño es macizo y funcional."
(Ο σχεδιασμός είναι συμπαγής και λειτουργικός.)
"El macizo trabajo de equipo dio sus frutos."
(Η συμπαγής εργασία της ομάδας απέδωσε καρπούς.)
Η λέξη "macizo" προέρχεται από το λατινικό "mānsu" που σημαίνει σταθερός ή ήρεμος.
Συνώνυμα: - Sólido (στέρεος) - Estable (σταθερός)
Αντώνυμα: - Frágil (εύθραυστος) - Decrépito (παλιός/χωλανής)