Η λέξη "mácula" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ˈmakula/
Η λέξη "mácula" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε μια κηλίδα ή μια μικρή περιοχή που διαφέρει από το περιβάλλον της. Στον τομέα της ιατρικής, κυρίως στην οφθαλμολογία, αναφέρεται στην ωχρά κηλίδα, η οποία είναι κρίσιμη για την κεντρική όραση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη χρήση στο γραπτό, λόγω της τεχνικής της φύσης.
La mácula es importante para la visión central.
(Η ωχρά κηλίδα είναι σημαντική για την κεντρική όραση.)
A veces, la mácula puede presentar alteraciones que afectan la vista.
(Κάποιες φορές, η ωχρά κηλίδα μπορεί να παρουσιάσει αλλοιώσεις που επηρεάζουν την όραση.)
Η λέξη "mácula" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα, ειδικά στο ιατρικό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε πιο τεχνικές φράσεις. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται κάποιες ιδέες:
"No hay mácula que no se puede borrar."
(Δεν υπάρχει κηλίδα που δεν μπορεί να σβηστεί.) – Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιείται μεταφορικά για να υποδείξει ότι οποιοδήποτε λάθος μπορεί να διορθωθεί.
"Las máculas del pasado no deben definir nuestro futuro."
(Οι κηλίδες του παρελθόντος δεν πρέπει να ορίζουν το μέλλον μας.) – Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι οι παλιές αμαρτίες δεν θα πρέπει να επηρεάζουν την πορεία της ζωής.
Η λέξη "mácula" προέρχεται από το λατινικό "macula", το οποίο σημαίνει "κηλίδα" ή "λερωμένο".
Συνώνυμα: - Kηλίδα (stain) - Ελάττωμα (defect)
Αντώνυμα: - Καθαρότητα (purity) - Αθωότητα (innocence)
Η λέξη "mácula" έχει διάφορες σημασίες και χρήσεις, με πιο κοινές τις ιατρικές και τις μεταφορικές.