Madera είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /maˈðeɾa/
Η λέξη madera αναφέρεται στο υλικό που προέρχεται από δέντρα και χρησιμοποιείται ευρέως στην κατασκευή και τη βιομηχανία. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μεγάλη συχνότητα σε διάφορους τομείς όπως η αρχιτεκτονική και η εσωτερική διακόσμηση.
Το τραπέζι είναι φτιαγμένο από ξύλο.
Necesito más madera para la chimenea.
Χρειάζομαι περισσότερα ξύλα για το τζάκι.
El artesano trabajó la madera con gran habilidad.
Η λέξη madera χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Έχω χαρακτηριστικά ηγέτη.
Madera de artista.
Χαρακτηριστικά καλλιτέχνη.
Echar madera al fuego.
Ρίχνω ξύλο στη φωτιά (ειρωνικά ή κυριολεκτικά).
Hacer algo a la madera.
Κάνω κάτι με αποφασιστικότητα ή σοβαρότητα.
Es una persona de buena madera.
Η λέξη madera προέρχεται από τα Λατινικά "materia", που σημαίνει "υλικό".
Συνώνυμα: - Madera dura (σκληρό ξύλο) - Tafilete (τσάκι)
Αντώνυμα: - Metal (μέταλλο) - Plástico (πλαστικό)