madre - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

madre (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μητέρα

Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική αποκρυπτογράφηση: /ˈmaðɾe/

Σημασίες/Χρήσεις: Η λέξη "μητέρα" αναφέρεται στο γυναικείο γονικό στοιχείο από το οποίο κάποιος γεννήθηκε.

Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή επικοινωνία.

Κλίση: Ουσιαστικό:
- Ενικός: Η μητέρα
- Πληθυντικός: Οι μητέρες

Παραδείγματα:
1. Espero llamar a mi madre pronto. (Ελπίζω να τηλεφωνήσω στη μητέρα μου σύντομα.) 2. El amor de madre es incomparable. (Η μητρική αγάπη είναι ανεκτίμητη.)

Ιδιωματικές εκφράσεις: Η λέξη "μήτρα" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα με ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "μητέρα":

  1. A caballo regalado no le mires el dentado: Μην κοιτάζεις τα δόντια στον δώρο που βρήκες.
  2. Camarón que se duerme, se lo lleva la corriente: Οι αμετόχως κοιμώμενοι τα χάνουν.
  3. En boca cerrada no entran moscas: Η σιωπή είναι χρυσός.

Ετυμολογία:
Η λέξη "μητέρα" προέρχεται από τη λατινική λέξη "mater".

Συνώνυμα και Αντώνυμα: Συνώνυμα: γονιμόλος, κομπάρση
Αντώνυμα: πατέρας, γονέας