Η λέξη "madrina" αναφέρεται συχνά στη θεία που έχει αναλάβει το ρόλο της νονάς κατά τη διάρκεια των βαπτίσεων, δηλαδή εκείνης που έχει την υποχρέωση να είναι η πνευματική καθοδηγός του βαπτισμένου παιδιού. Χρησιμοποιείται επίσης σε στενές ή φίλες σχέσεις, όπου μια γυναίκα μπορεί να θεωρείται ως "madrina" σε πιο γενικό πλαίσιο, αναφερόμενη σε κάποιον που παρέχει υποστήριξη ή καθοδήγηση. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο σε κοινωνικά και οικογενειακά περιβάλλοντα.
Ella fue la madrina de mi hijo en su bautizo.
(Αυτή ήταν η νονά του γιου μου στην βάπτισή του.)
Siempre cuento con la madrina para recibir consejos.
(Πάντα υπολογίζω στη νονά για να λάβω συμβουλές.)
Ser la madrina de alguien es una gran responsabilidad.
(Να είσαι η νονά κάποιου είναι μια μεγάλη ευθύνη.)
La madrina de la fiesta organizó todo perfectamente.
(Η νονά της γιορτής οργάνωσε τα πάντα τέλεια.)
No quería ser la madrina, pero finalmente acepté.
(Δεν ήθελα να είμαι νονά, αλλά τελικά αποδέχτηκα.)
Mi madrina siempre tiene buenos consejos para mí.
(Η νονά μου πάντα έχει καλές συμβουλές για εμένα.)
La madrina cuidó de mí cuando mis padres no estaban.
(Η νονά με πρόσεχε όταν οι γονείς μου δεν ήταν.)
Η λέξη "madrina" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και σχετίζεται με τη λέξη "madre", που σημαίνει μητέρα. Η ετυμολογία δείχνει την πνευματική και υποστηρικτική σχέση που διατηρεί η νονά με το βαπτισθέν παιδί.
πνευματική μητέρα
Αντώνυμα:
Η λέξη "madrina" έχει πλούσια πολιτισμική σημασία, καθώς η θέση της νονάς είναι παραδοσιακά και κοινωνικά σημαντική σε πολλές ισπανόφωνες χώρες, ιδίως στη Λατινική Αμερική.