Ρήμα
/maduˈɾaɾ/
Η λέξη "madurar" στα Ισπανικά σημαίνει να γίνεις πιο ώριμος, ένα στάδιο ανάπτυξης που αφορά είτε την ηλικία είτε την ανάπτυξη κάποιου χαρακτηριστικού, είτε τη συναισθηματική ή ψυχολογική ωριμότητα. Χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, και έχει σχετικά υψηλή συχνότητα χρήσης.
Los niños necesitan tiempo para madurar.
(Τα παιδιά χρειάζονται χρόνο για να ωριμάσουν.)
Es importante madurar nuestras ideas antes de presentarlas.
(Είναι σημαντικό να εξελίξουμε τις ιδέες μας πριν τις παρουσιάσουμε.)
Con el tiempo, todas las relaciones maduran.
(Με την πάροδο του χρόνου, όλες οι σχέσεις ωριμάζουν.)
A medida que maduramos, entendemos mejor la vida.
(Καθώς ωριμάζουμε, κατανοούμε καλύτερα τη ζωή.)
Madurar no solo significa crecer físicamente.
(Η ωρίμανση δεν σημαίνει μόνο σωματική ανάπτυξη.)
El vino madura con el tiempo.
(Το κρασί ωριμάζει με τον χρόνο.)
Las experiencias difíciles nos ayudan a madurar.
(Οι δύσκολες εμπειρίες μας βοηθούν να ωριμάσουμε.)
Madurar implica aceptar responsabilidades.
(Η ωρίμανση περιλαμβάνει την αποδοχή ευθυνών.)
En la vida, todos debemos madurar a nuestro propio ritmo.
(Στη ζωή, όλοι πρέπει να ωριμάσουμε με τον δικό μας ρυθμό.)
Η λέξη "madurar" προέρχεται από το λατινικό "maturare", που σημαίνει «να ωριμάσω» ή «να γίνω έτοιμος».
desarrollar (να αναπτύσσομαι)
Αντώνυμα: