"Maestra" είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
IPA: /maˈestɾa/
Η λέξη "maestra" αναφέρεται σε μια γυναίκα που διδάσκει, συνήθως σε σχολείο ή σε εκπαιδευτικό πλαίσιο, και χρησιμοποιείται για να δηλώσει εκπαιδευτικούς σε διάφορα επίπεδα εκπαίδευσης. Είναι σχετικά συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά επίσης χρησιμοποιείται και στο γραπτό κείμενο, ειδικότερα σε εκπαιδευτικά ή κοινωνικά περιβάλλοντα.
"La maestra nos explicó la lección con paciencia."
Η δασκάλα μας εξήγησε το μάθημα με υπομονή.
"La maestra de matemáticas es muy estricta."
Η καθηγήτρια των μαθηματικών είναι πολύ αυστηρή.
"Ayer, la maestra llevó a los estudiantes de excursión."
Χθες, η δασκάλα πήρε τους μαθητές εκδρομή.
Η λέξη "maestra" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν έχει τόσες πολλές όσο άλλες λέξεις.
Αναφέρεται στο να είσαι ο ειδικός ή η καθοδηγήτρια σε μια συγκεκριμένη κατάσταση.
"Tener una maestra en casa."
Να έχεις μια δασκάλα στο σπίτι.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει έναν ειδικό ή έναν πολύ ικανό άνθρωπο που μπορεί να τον διδάξει.
"Maestra de vida."
Δασκάλα της ζωής.
Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά "magistra", που σημαίνει "εκπαιδευτής" ή "καθηγητής", και αφορμάται από τη ρίζα "magister", που σημαίνει "μάστερ" ή "δάσκαλος".
Συνώνυμα: - Educadora (εκπαιδευτικός) - Instructora (καθηγήτρια)
Αντώνυμα: - Estudiante (μαθητής) - Aprendiz (μαθητευόμενος)
Αυτή είναι μια πλήρης ανάλυση της λέξης "maestra" με όλες τις σχετικές πληροφορίες.