Η λέξη "magdalena" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "magdalena" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /maɡðaˈlena/.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, "magdalena" μπορεί να αναφέρεται σε: 1. Ένα γλυκόψωμο, το οποίο είναι συνηθισμένο στην Ισπανία και σε άλλες χώρες, συχνά διαμορφωμένο σε μικρά κέικ. 2. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται στον Μαγδαληνή, έναν χαρακτήρα τόσο σε θρησκευτικά όσο και σε λογοτεχνικά πλαίσια (π.χ. Αγία Μαγδαληνή).
Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια και κυρίως σε γαστρονομικά θέματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με περισσότερη παρουσία στον προφορικό λόγο λόγω της αναφοράς σε φαγητό.
Me gustaría comer una magdalena con mi café.
(Θα ήθελα να φάω μια μαγδαληνή με τον καφέ μου.)
La magdalena que preparó mi abuela es la mejor.
(Η μαγδαληνή που ετοίμασε η γιαγιά μου είναι η καλύτερη.)
En la fiesta, ofrecieron magdalenas y otros dulces.
(Στο πάρτι, προσέφεραν μαγδαληνές και άλλα γλυκά.)
Η λέξη "magdalena" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο έχει κάποιες φράσεις που χρησιμοποιούν το στυλ του γλυκού. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Hacer magdalenas para el alma.
(Να φτιάξεις μαγδαληνές για την ψυχή.) - Αναφέρεται στην ανάγκη για άνεση και ευχαρίστηση.
Como una magdalena en la lluvia.
(Σαν μια μαγδαληνή στη βροχή.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ευάλωτος ή αβέβαιος.
Las magdalenas de la abuela son como un abrazo.
(Οι μαγδαληνές της γιαγιάς είναι σαν μια αγκαλιά.) - Μια αναφορά στην ευτυχία και την άνεση που προσφέρει η οικογενειακή κουζίνα.
Η λέξη "magdalena" προέρχεται από το λατινικό "Magdalena", που αναφέρεται στην Αγία Μαγδαληνή, και σχετίζεται με τη γλυκιά τροφή που φέρει το όνομά της.
Η λέξη "magdalena" έχει πολλές χρήσεις στο ισπανικό λεξιλόγιο, τόσο ως φαγητό όσο και ως αναφορά σε πολιτιστικά και θρησκευτικά στοιχεία.