Η λέξη "magia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈma.xi.a/
Η λέξη "magia" αναφέρεται σε φαινόμενα ή δραστηριότητες που σχετίζονται με την υπερφυσική δύναμη ή την ικανότητα να πραγματοποιείται κάτι το θαυμαστό ή παράξενο, συχνά μέσω μαγικών τεχνικών και ικανοτήτων. Χρησιμοποιείται συχνά και σε πιο μεταφορικές έννοιες, όπως για την "μαγεία" που προκαλούν ορισμένα γεγονότα ή συναισθήματα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά συμφραζόμενα.
La magia de la navidad llena de alegría a todos.
(Η μαγεία των Χριστουγέννων γεμίζει όλους με χαρά.)
Los magos hacen trucos de magia que sorprenden al público.
(Οι μάγοι κάνουν μαγικά κόλπα που εκπλήσσουν το κοινό.)
Ella cree en la magia del amor verdadero.
(Αυτή πιστεύει στη μαγεία της αληθινής αγάπης.)
Η λέξη "magia" χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Hacer magia
Μεταφορικά σημαίνει ότι κάποιος επιτυγχάνει κάτι δύσκολο ή θαυμαστό.
(Σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να δημιουργήσει θαύματα στην καθημερινότητά τους.)
Ejemplo: Ella siempre hace magia con su cocina.
(Αυτή πάντα κάνει μαγεία με τη μαγειρική της.)
Magia negra
Αναφέρεται στη μαγεία που χρησιμοποιείται για κακούς σκοπούς.
Ejemplo: La historia hablaba de un hechicero que practicaba magia negra.
(Η ιστορία μιλούσε για έναν μάγο που έκανε μαύρη μαγεία.)
La magia de los números
Αναφέρεται στην έλξη ή τις εκπλήξεις που κρύβουν οι αριθμοί.
Ejemplo: En matemáticas, descubrimos la magia de los números.
(Στα μαθηματικά, ανακαλύπτουμε τη μαγεία των αριθμών.)
Η λέξη "magia" προέρχεται από το ελληνικό "μαγία", το οποίο σχετίζεται με τους μάγους και τους ιερείς της Περσίας, που ασκούσαν διάφορες υπερφυσικές πρακτικές.
Συνώνυμα: - hechicería (μάγια) - brujería (μαγεία, μαύρη μαγεία)
Αντώνυμα: - realidad (πραγματικότητα) - razón (λογική)