magistrado: ουσιαστικό
[maɡisˈtɾaðo]
Η λέξη magistrado αναφέρεται σε έναν δικαστικό αξιωματούχο που έχει την εξουσία να εκδίδει αποφάσεις σε νομικές υποθέσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται σε νομικά πλαίσια για να υποδηλώσει κάποιον που έχει διοριστεί για να εκτελεί δικαστικά καθήκοντα. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της λέξης magistrado είναι συχνή σε γραπτές νομικές διαδικασίες και έγγραφα, αλλά και σε προφορικές συζητήσεις που αφορούν νομικά θέματα.
Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε νομικά ντοκουμέντα και εφημερίδες, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί σε προφορικές νομικές συζητήσεις.
El magistrado decidió a favor del demandante.
(Ο δικαστής αποφάσισε υπέρ του ενάγοντα.)
El magistrado tiene la responsabilidad de garantizar un juicio justo.
(Ο δικαστής έχει την ευθύνη να εξασφαλίσει μια δίκαιη δίκη.)
Los magistrados se reúnen regularmente para discutir casos importantes.
(Οι δικαστές συναντώνται τακτικά για να συζητήσουν σημαντικές υποθέσεις.)
Η λέξη magistrado εμφανίζεται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να δημιουργήσουμε μερικές προτάσεις που την περιλαμβάνουν:
Bajo la dirección del magistrado, el caso se resolvió rápidamente.
(Μέχρι την καθοδήγηση του δικαστή, η υπόθεση λύθηκε γρήγορα.)
El papel del magistrado es esencial en el sistema de justicia.
(Ο ρόλος του δικαστή είναι ουσιώδης στο σύστημα δικαιοσύνης.)
La sentencia del magistrado dejó a todos sorprendidos.
(Η απόφαση του δικαστή άφησε όλους έκπληκτους.)
Tuve que presentar pruebas ante el magistrado.
(Έπρεπε να παρουσιάσω αποδείξεις ενώπιον του δικαστή.)
El magistrado escuchó atentamente los argumentos de ambas partes.
(Ο δικαστής άκουσε προσεκτικά τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών.)
Η λέξη magistrado προέρχεται από το λατινικό magistratus, που σημαίνει "δικαστής" ή "αξιωματούχος". Με τον καιρό, η λέξη έχει υιοθετηθεί από πολλές γλώσσες που έχουν νομικά και διοικητικά συστήματα που προέρχονται από το ρωμαϊκό δίκαιο.
Συνώνυμα: - juez (δικαστής) - tribunal (δικαστήριο)
Αντώνυμα: - acusado (κατηγορούμενος) - demandado (εναγόμενος)