Ο όρος "magistral" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ma.ɡisˈtɾal/.
Η λέξη "magistral" έχει αρκετές σημασίες στα Ισπανικά. Γενικά, αναφέρεται σε κάποιον που είναι εξαιρετικά καταρτισμένος στον τομέα του ή σε μία συνταγή που είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. Στον νομικό τομέα, σημαίνει "δικαστής" ή "επικεφαλής". Στην ιατρική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιατρικές συνταγές που είναι ετοιμασμένες με βάση τις ανάγκες του κάθε ασθενούς.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "magistral" είναι σχετικά μέτρια, με περισσότερη χρήση στους γραπτούς θεσμούς, όπως νομικά έγγραφα ή ιατρικές αναφορές.
El juicio fue presidido por un juez magistral.
(Η δίκη προεδρεύονταν από έναν επιφυλακτικό δικαστή.)
La receta magistral ayudó a curar al paciente rápidamente.
(Η ειδική συνταγή βοήθησε να θεραπευτεί ο ασθενής γρήγορα.)
El maestro magistral en la universidad es muy respetado.
(Ο επικεφαλής δάσκαλος στο πανεπιστήμιο είναι πολύ σεβαστός.)
Η λέξη "magistral" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Hacer algo magistralmente.
(Να κάνεις κάτι με εξαιρετικό τρόπο.)
El pianista tocó la sonata magistralmente.
(Ο πιανίστας έπαιξε τη σονάτα με εξαιρετικό τρόπο.)
Disciplina magistral.
(Επικεφαλής πειθαρχίας.)
En el aula, se enseña una disciplina magistral para el respeto.
(Στην τάξη, διδάσκεται μία επικεφαλής πειθαρχία για τον σεβασμό.)
Lección magistral.
(Διδασκαλία ύψιστης ποιότητας.)
El profesor presentó una lección magistral sobre historia del arte.
(Ο καθηγητής παρουσίασε μία διδασκαλία ύψιστης ποιότητας για την ιστορία της τέχνης.)
Η λέξη "magistral" προέρχεται από τη λατινική λέξη "magistralis", που σημαίνει "σχετικός με έναν δάσκαλο ή κάποιον που έχει εξουσία".
Συνώνυμα: - Excellence (εξαιρετικός) - Dominante (κυρίαρχος)
Αντώνυμα: - Mediocre (μέτριος) - Inferior (κατώτερος)