Το "magníficat" είναι ρήμα στον χρόνο ενεστώτας.
magníficat -> /maɣˈnifikat/
Η λέξη "magníficat" προέρχεται από το Λατινικό "magnificat" που σημαίνει "μεγαλώνει" ή "εξυψώνει". Χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να υποδείξει την πράξη του να εξυψώνουμε ή να μεγαλώνουμε κάτι.
Συχνότητα χρήσης: Το "magníficat" δεν χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ισπανική κουβέντα, αλλά συναντάται συχνότερα σε λειτουργικό ή κατατοπιστικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα σε εκκλησιαστικά κείμενα.
Η χορωδία τραγουδάει το "Magníficat" κατά την κυριακάτικη λειτουργία.
Los monjes recitan el "Magníficat" al final de cada día.
Η λέξη "magníficat" προέρχεται από το Λατινικό "magnificat" του ρήματος "magnifico", που σημαίνει "κάνω μεγάλο" ή "εξυψώνω".