Η λέξη "mago" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα Ισπανικά είναι [ˈmaɣo].
Η λέξη "mago" αναφέρεται σε ένα άτομο που ασκεί μαγεία, είτε σε ένα ψυχαγωγικό πλαίσιο (π.χ. μάγοι που κάνουν κόλπα) είτε σε ένα πιο σοβαρό πλαίσιο, όπως η χρήση της μαγείας σε θρησκευτικές ή μυθολογικές παραδόσεις. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που έχει ιδιαίτερες ικανότητες ή γνώσεις, πόσο μάλλον σε περιπτώσεις που ο εν λόγω έχει επιτύχει κάτι εντυπωσιακό ή απροσδόκητο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις που σχετίζονται με μαγεία ή μυθολογία.
"Ο μάγος πραγματοποίησε ένα εντυπωσιακό κόλπο κατά τη διάρκεια του πάρτι."
"Siempre he creído en la existencia de magos y criaturas mágicas."
"Πάντα πίστευα στην ύπαρξη μάγων και μαγικών πλασμάτων."
"El libro habla sobre cómo los magos han influido en la historia."
Η λέξη "mago" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Να είσαι μάγος με τις λέξεις." (να έχεις την ικανότητα να εκφράζεσαι εντυπωσιακά ή πειστικά)
"No hay mago que no tenga su truco."
"Δεν υπάρχει μάγος που να μην έχει το κόλπο του." (όλοι έχουν κάποιο μυστικό ή τεχνική για να επιτύχουν)
"El mago del marketing."
"Ο μάγος του μάρκετινγκ." (κάποιος που έχει εξαιρετικές ικανότητες στη διαφήμιση ή πώληση)
"Un mago en la cocina."
"Ένας μάγος στην κουζίνα." (κάποιος που μαγειρεύει πολύ καλά)
"Mago del engaño."
Η λέξη "mago" προέρχεται από το Αρχαίο Περσικό "maguš", που αναφέρεται σε μέλη της θρησκευτικής ελίτ στην αρχαία Ιρανική κουλτούρα και συνδέεται με την τέχνη της μαγείας και της αστρολογίας.
Συνώνυμα: - Hechicero (μάγος) - Ilusionista (illusionist/ταχυδακτυλουργός)
Αντώνυμα: - Escéptico (σκεπτικιστής) - Realista (ρεαλιστής)
Η λέξη "mago" είναι πολύπλευρη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία πλαισίων, επομένως είναι ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιείται στις διαφορετικές πτυχές της ζωής.