Magro είναι ουσιαστικό και επίθετο (σε περίπτωση που χρησιμοποιείται ως επίθετο για να περιγράψει κάτι λεπτό ή αδύνατο).
Φωνητική μεταγραφή: [ˈmaɣɾo]
Η λέξη magro χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει άτομα που έχουν χαμηλό βάρος ή λεπτό σώμα. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται σε τρόφιμα, όπως το κρέας, όταν περιγράφεται ως χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρείται λίγο πιο συχνά σε καθημερινές συζητήσεις.
Él es muy magro después de la dieta.
(Αυτός είναι πολύ αδύνατος μετά τη δίαιτα.)
Prefiero la carne magra para la salud.
(Προτιμώ το άπαχο κρέας για την υγεία.)
Η λέξη magro δεν έχει πολλές ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες κοινές φράσεις.
Poner en forma a alguien magro.
(Να φέρεις κάποιον αδύνατο σε φόρμα.)
Tener un corazón magro.
(Να έχεις μια λεπτή καρδιά, που μπορεί να σημαίνει να είσαι ευαίσθητος ή να έχεις καλή φύση.)
Comer magro.
(Να τρως άπαχο, που αναφέρεται σε διατροφή με λιγότερα λιπαρά.)
Η λέξη magro προέρχεται από το Λατινικό "macerus", το οποίο σημαίνει "λεπτός" ή "αδύνατος".
Συνώνυμα: - Delgado (λεπτός)
Αντώνυμα: - Gordito (παχουλός) - Robusto (ισχυρός, στέρεος)
Αυτή είναι η συνολική πληροφορία για τη λέξη magro στην ισπανική γλώσσα.