Η λέξη "magulladura" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /maɡuʎaˈðuɾa/
Η λέξη "magulladura" αναφέρεται σε ένα αποτέλεσμα τραυματισμού που προκαλείται από κάποια πρόσκρουση, το οποίο συνήθως εκδηλώνεται ως μελάνιασμα ή μώλωπας στην επιφάνεια του δέρματος. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των ιατρικών και στρατιωτικών περιγραμμάτων για να υποδηλώσει μία αθροιστική κάκωση που δεν απαιτεί ιατρική παρέμβαση, αλλά είναι ορατή.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά θα την συναντήσετε σε ιατρικά και στρατιωτικά κείμενα ή συζητήσεις.
El niño llegó a casa con una magulladura en la pierna.
(Το παιδί ήρθε σπίτι με ένα μώλωπα στο πόδι.)
La magulladura que tiene en la frente se debió a una caída.
(Το μελάνιασμα που έχει στο μέτωπο οφείλεται σε μια πτώση.)
Es importante cuidar las magulladuras para evitar infecciones.
(Είναι σημαντικό να φροντίζουμε τα μελανιάσματα για να αποφύγουμε μολύνσεις.)
Η λέξη "magulladura" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις για να δείξει μεταφορικά μία αίσθηση τραυματισμού ή βλάβης.
Después de la pelea, su orgullo tenía más magulladuras que su cara.
(Μετά τη μάχη, η περηφάνια του είχε περισσότερα μελανιάσματα από το πρόσωπό του.)
El magulladura emocional que deja una decepción puede durar mucho tiempo.
(Το συναισθηματικό μελάνιασμα που αφήνει μια απογοήτευση μπορεί να διαρκέσει πολύ.)
Las magulladuras de la vida nos enseñan a ser más fuertes.
(Τα μελανιάσματα της ζωής μας διδάσκουν να είμαστε πιο δυνατοί.)
Η λέξη "magulladura" προέρχεται από τη ρίζα "magullar," που σημαίνει "να χτυπάς" ή "να τραυματίζεις", που συνδέεται με το "molla" (μώλωπας) και καταλήγει στο θηλυκό ουσιαστικό "magulladura."
contusión (πληγή)
Αντώνυμα:
Αυτά τα στοιχεία δείχνουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "magulladura" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και την πολιτισμική της διάσταση.