Το "magullar" είναι ρήμα.
/mɐˈɡul.lar/
Το "magullar" σημαίνει την πράξη του να τραυματίζεις ή να προκαλείς μώλωπες σε κάποιον, συνήθως λόγω χτυπήματος ή πίεσης. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γενικό λόγο, αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε στρατιωτικά ή ιατρικά πλαίσια. Η χρήση του είναι πιο κοινή σε προφορικές συνομιλίες, αλλά συναντάται επίσης και σε γραπτά κείμενα.
El niño se magulló la rodilla al caer de la bicicleta.
(Το παιδί πείραξε το γόνατό του πέφτοντας από το ποδήλατο.)
No debes magullar las frutas al transportarlas.
(Δεν πρέπει να μαστιγώνεις τα φρούτα κατά τη μεταφορά τους.)
Το "magullar" δεν είναι ιδιαίτερα κοινό σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοιά του μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις:
No me magulles el ánimo con tus quejas.
(Μη μαστιγώνεις το ηθικό μου με τις παρατηρήσεις σου.)
Después de la pelea, mi amigo estaba magullado pero de buen humor.
(Μετά την καβγά, ο φίλος μου ήταν μαστιγωμένος αλλά με καλή διάθεση.)
Η λέξη "magullar" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και συνδέεται με το λατινικό ρήμα "māculāre", το οποίο σημαίνει "να μώλωπες".
Συνώνυμα: - golpear (χτυπώ) - herir (τραυματίζω)
Αντώνυμα: - curar (να επουλώνομαι) - sanar (να θεραπεύω)