Η λέξη "maicena" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /ma.iˈθena/ (σε χώρες που μιλούν ισπανικά με "θ", όπως η Ισπανία) ή /ma.iˈsena/ (σε χώρες που μιλούν ισπανικά με "s", όπως η Λατινική Αμερική).
Η λέξη "maicena" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "άλευρο καλαμποκιού" ή "κανσέγιο".
Η "maicena" αναφέρεται σε ένα λεπτό άλευρο που παράγεται από το καλαμπόκι και χρησιμοποιείται κυρίως ως thickener (παχύρρευστη ουσία) σε σούπες, σάλτσες, γλυκά και άλλα πιάτα. Συχνά χρησιμοποιείται στη μαγειρική λόγω της ικανότητάς του να παχύνεται χωρίς να αλλοιώνει τη γεύση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, περισσότερα στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε μαγειρικά ή οικογενειακά πλαίσια.
"Para hacer el pudín, necesitas maicena."
Μετάφραση: "Για να φτιάξεις πουτίγκα, χρειάζεσαι άλευρο καλαμποκιού."
"Se puede espesar la salsa con maicena."
Μετάφραση: "Μπορείς να παχύνεις τη σάλτσα με άλευρο καλαμποκιού."
"La maicena es un ingrediente esencial en muchas recetas."
Μετάφραση: "Το άλευρο καλαμποκιού είναι βασικό συστατικό σε πολλές συνταγές."
Η λέξη "maicena" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες εκφράσεις που αφορούν τη μαγειρική.
"Tomar la maicena como un truco en la cocina."
Μετάφραση: "Να πάρεις το άλευρο καλαμποκιού ως κόλπο στην κουζίνα."
"Siempre tengo maicena a mano para espesar mis salsas."
Μετάφραση: "Πάντα έχω άλευρο καλαμποκιού πρόχειρο για να παχαίνω τις σάλτσες μου."
"La maicena puede salvar una receta que quedó muy líquida."
Μετάφραση: "Το άλευρο καλαμποκιού μπορεί να σώσει μια συνταγή που βγήκε πολύ υγρή."
Η λέξη "maicena" προέρχεται από το "maíz" (καλαμπόκι) και προστίθεται η επίθηκη "-ena", που δηλώνει το προϊόν που προέρχεται από αυτό το υλικό.
"fécula de maíz" (άμυλο καλαμποκιού)
Αντώνυμα: