Η λέξη "maja" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/fɾaɪ̯ ˈma.xa/
-Maja: "κορίτσι", "γυναίκα", "ορφανό", "όμορφη"
Η λέξη "maja" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια γυναίκα ή ένα κορίτσι, συχνά με θετική έννοια, αναφερόμενη στην ομορφιά ή την γοητεία τους. Γενικά, ο όρος "maja" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως χαρακτηρισμός για κάποιον που είναι ευχάριστος ή στυλάτος.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "maja" είναι σχετικά κοινή, κυρίως στον προφορικό λόγο, ειδικά σε κοινωνικά πλαίσια ή στην καθημερινή ομιλία.
Ella es una maja que siempre nos hace reír.
(Αυτή είναι ένα κορίτσι που πάντα μας κάνει να γελάμε.)
Conocí a una maja en la fiesta anoche.
(Γνώρισα ένα κορίτσι στο πάρτι χθες το βράδυ.)
Me gusta su actitud maja y positiva.
(Μου αρέσει η ευχάριστη και θετική της στάση.)
Η λέξη "maja" επίσης χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αξίζει να σημειωθούν:
Estar como una maja.
(Να είσαι σε καλή διάθεση ή ευδιάθετος.)
(Άνθρωποι που είναι ευχάριστοι ή χαρούμενοι λέγονται "maja".)
No seas maja.
(Μην είσαι κακότροπη.)
(Χρησιμοποιείται για να πει κάποιος να σταματήσει να είναι κακός ή αγενής.)
Es una maja de corazón.
(Είναι ένα καλοσυνάτο κορίτσι.)
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον με καλή καρδιά.)
Η λέξη "maja" προέρχεται από το Μεσαιωνικό Ισπανικό "maja", που χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει γυναίκες που ήταν όμορφες ή κομψές. Το "majo", που είναι το αντίστοιχο αρσενικό, χρησιμοποιείται και για να περιγράψει έναν ευχάριστο ή καλό άνθρωπο.
Συνώνυμα: - chica (κορίτσι) - hermosa (όμορφη) - bonita (όμορφη)
Αντώνυμα: - fea (άσχημη) - desagradable (δυσάρεστη) - antipática (αντιπαθητική)