Η λέξη "majaderillo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /maxa.ðeˈri.ʝo/
Η λέξη "majaderillo" στα Ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε κάποιον που είναι ανόητος ή αδέξιος. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που μπορεί να κάνει ηλίθια ή ασυνεπή πράγματα, και η χρήση της είναι συχνά έχει μια ελαφριά ή χιουμοριστική διάσταση.
Η λέξη χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνά αναμενόμενη σε καθημερινές συζητήσεις.
"Ese chico es un majaderillo siempre hace cosas ridículas."
(Αυτός ο τύπος είναι αδέξιος, πάντα κάνει ανόητες πράξεις.)
"No seas majaderillo y escucha lo que te digo."
(Μη γίνεσαι ανόητος και άκου αυτό που σου λέω.)
"A veces me comporto como un majaderillo sin darme cuenta."
(Κάποιες φορές συμπεριφέρομαι σαν ανόητος χωρίς να το καταλάβω.)
Η λέξη "majaderillo" δεν είναι εξαιρετικά διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικές φράσεις.
"Tienes que dejar de ser un majaderillo."
(Πρέπει να σταματήσεις να είσαι ανόητος.)
"Ese comentario fue muy majaderillo."
(Αυτό το σχόλιο ήταν πολύ ανόητο.)
"No entiendo cómo puedes ser tan majaderillo."
(Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να είσαι τόσο ανόητος.)
"Siempre que le pregunto algo, se pone muy majaderillo."
(Κάθε φορά που του ρωτώ κάτι, γίνεται πολύ ανόητος.)
"Voy a evitar ser majaderillo en esta situación."
(Θα προσπαθήσω να αποφύγω να είμαι ανόητος σε αυτήν την κατάσταση.)
Η λέξη "majaderillo" προέρχεται από τη λέξη "majadero", που σημαίνει "αδέξιος" ή "ανόητος". Η προσθήκη του καταλήγοντας "-illo" μπορεί να επισημαίνει μικρότερο ή πιο χαριτωμένο νόημα.
Συνώνυμα: - tonto (χαζός) - inepto (ανίκανος)
Αντώνυμα: - inteligente (έξυπνος) - astuto (πανούργος)