Majado είναι επίθετο και ουσιαστικό στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή: /maˈxaðo/
Η λέξη "majado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει υποστεί φθορά, είναι κουρασμένο ή χωρίς υγρασία. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιημένη στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε καθημερινές συζητήσεις σχετικά με την κατάσταση αντικειμένων ή ανθρώπων. Η συχνότητα της λέξης μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις περιοχές της Ισπανίας και της Λατινικής Αμερικής.
El pan está muy majado después de dejarlo afuera.
Το ψωμί είναι πολύ μολυσμένο μετά από το να το αφήσουμε έξω.
Después de una larga caminata, me siento majado.
Μετά από μια μεγάλη βόλτα, αισθάνομαι κουρασμένος.
El jardín estaba majado por la falta de agua.
Ο κήπος ήταν στεγνός λόγω έλλειψης νερού.
Η λέξη "majado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εντοπιστεί σε ορισμένα τοπικά λεξιλόγια και φράσεις που συνδέονται με τη φυσική κατάσταση ή την κατάσταση αντικειμένων.
Estar majado como un zapato.
Να είσαι μολυσμένος σαν ένα παπούτσι. (Να είσαι πολύ κουρασμένος ή και ταλαιπωρημένος.)
Me dejó majado el trabajo de hoy.
Με άφησε καταπονημένο η δουλειά σήμερα. (Η δουλειά σήμερα με εξάντλησε.)
El libro está tan majado que no puedo leerlo.
Το βιβλίο είναι τόσο μολυσμένο που δεν μπορώ να το διαβάσω. (Το βιβλίο είναι σε κακή κατάσταση.)
Η λέξη "majado" προέρχεται από το ρήμα "majar", που σημαίνει "να συνθλίβω" ή "να καταπονώ". Αυτή η ρίζα συνδέεται στενά με τη φυσική φθορά ή την κατάσταση ενός αντικειμένου ή ενός ατόμου.
Seco (στεγνός)
Αντώνυμα:
Η λέξη "majado" είναι ενδιαφέρουσα για τη γλωσσική της χρήση και τη σημασία της στην καθημερινή ζωή, κυρίως στους Ισπανόφωνους κόσμους, περιλαμβάνοντας ποικιλία χρήσεων και συναισθημάτων.