majo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

majo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη majo είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Στη διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι /ˈmaxo/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη majo μπορεί να μεταφραστεί ως: - ωραίος - καλός - συμπαθητικός

Σημασία και Χρήση

Η λέξη majo χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι ευχάριστο, ευχάριστο, ή που έχει καλή διάθεση. Ενώ είναι οικεία στον καθημερινό και προφορικό λόγο, μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε καθημερινές συζητήσεις και παρέες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Él es un chico muy majo.
    (Αυτός είναι ένα πολύ ωραίος επιδείκτης.)

  2. La fiesta fue majo, todos se divirtieron.
    (Η γιορτή ήταν πολύ ωραία, όλοι το διασκέδασαν.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη majo χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.

  1. Ser más majo que las pesetas.
    (Να είσαι πιο καλός από τα χρήματα.)
    Σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ ευχάριστος και ευγενής.

  2. Estar en el lado majo de la vida.
    (Να είσαι στη ωραία πλευρά της ζωής.)
    Αναφέρεται σε κάποιον που ζει με θετική διάθεση.

  3. Sacar lo majo que llevas dentro.
    (Να βγάλεις το ωραίο που έχεις μέσα σου.)
    Αναφέρεται στην αξία και στη καλή διάθεση που μπορεί να έχει κάποιος.

  4. Hacer un gesto majo.
    (Να κάνεις μια ευγενική κίνηση.)
    Αναφέρεται σε μια ευγενική πράξη που δείχνει καλή διάθεση.

Ετυμολογία

Η λέξη majo προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες της στη δημοτική γλώσσα, συγκεκριμένα από το αραβικό διάλεκτο "maḥǝf", το οποίο σημαίνει "καλό" ή "ευχάριστο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - amable (ευγενικός) - simpático (συμπαθητικός) - encantador (μαγευτικός)

Αντώνυμα: - desagradable (δυσάρεστος) - antipático (αντισυμπαθητικός) - malo (κακός)



22-07-2024