Η λέξη majo είναι επίθετο.
Στη διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι /ˈmaxo/.
Η λέξη majo μπορεί να μεταφραστεί ως: - ωραίος - καλός - συμπαθητικός
Η λέξη majo χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι ευχάριστο, ευχάριστο, ή που έχει καλή διάθεση. Ενώ είναι οικεία στον καθημερινό και προφορικό λόγο, μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε καθημερινές συζητήσεις και παρέες.
Él es un chico muy majo.
(Αυτός είναι ένα πολύ ωραίος επιδείκτης.)
La fiesta fue majo, todos se divirtieron.
(Η γιορτή ήταν πολύ ωραία, όλοι το διασκέδασαν.)
Η λέξη majo χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Ser más majo que las pesetas.
(Να είσαι πιο καλός από τα χρήματα.)
Σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ ευχάριστος και ευγενής.
Estar en el lado majo de la vida.
(Να είσαι στη ωραία πλευρά της ζωής.)
Αναφέρεται σε κάποιον που ζει με θετική διάθεση.
Sacar lo majo que llevas dentro.
(Να βγάλεις το ωραίο που έχεις μέσα σου.)
Αναφέρεται στην αξία και στη καλή διάθεση που μπορεί να έχει κάποιος.
Hacer un gesto majo.
(Να κάνεις μια ευγενική κίνηση.)
Αναφέρεται σε μια ευγενική πράξη που δείχνει καλή διάθεση.
Η λέξη majo προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες της στη δημοτική γλώσσα, συγκεκριμένα από το αραβικό διάλεκτο "maḥǝf", το οποίο σημαίνει "καλό" ή "ευχάριστο".
Συνώνυμα: - amable (ευγενικός) - simpático (συμπαθητικός) - encantador (μαγευτικός)
Αντώνυμα: - desagradable (δυσάρεστος) - antipático (αντισυμπαθητικός) - malo (κακός)