Το "mal" είναι καταληκτικό επιρρήμα και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο στην Ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /mal/
Η λέξη "mal" στην Ισπανική γλώσσα σημαίνει "κακό". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι αρνητικό ή κακής ποιότητας. Συνήθως, η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La película fue mala.
(Η ταινία ήταν κακή.)
Te sientes mal hoy.
(Νιώθεις άσχημα σήμερα.)
Η λέξη "mal" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Estar mal de la cabeza.
(Να είσαι τρελός.)
Σε αυτή την περίπτωση, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει παράλογες ή αταίριαστες ιδέες.
Mal de amor.
(Κακό από έρωτα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον πόνο που προκαλεί η αγάπη ή οι απογοητεύσεις σε συναισθηματικές σχέσεις.
No hay mal que por bien no venga.
(Δεν υπάρχει κακό που να μην φέρνει καλό.)
Αυτή η φράση σημαίνει ότι από τις δύσκολες καταστάσεις μπορεί να προκύψει κάτι θετικό.
Saber mal.
(Να έχει άσχημη γεύση.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το οποίο δεν είναι ευχάριστο στη γεύση.
Η λέξη "mal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "malus", που σημαίνει "κακία" ή "κακό".
Συνώνυμα: - malo (κακός) - defectuoso (ελαττωματικός)
Αντώνυμα: - bueno (καλός) - excelente (υπέροχος)