Ρήμα.
/mal.esˈtar/
Η λέξη "malestar" αναφέρεται σε μια κατάσταση δυσφορίας ή ενόχλησης, είτε σωματικής είτε ψυχολογικής. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συνήθως σε καταστάσεις όπου κάποιος δεν αισθάνεται καλά ή νιώθει κάποιο αβέβαιο ή ενοχλητικό συναίσθημα. Η συνηθέστερη χρήση της είναι στο προφορικό πλαίσιο, αν και μπορεί να απαντηθεί και σε γραπτά κείμενα.
"Siento un malestar en el estómago."
"Αισθάνομαι δυσφορία στο στομάχι."
"El malestar social puede llevar a conflictos."
"Η κοινωνική δυσφορία μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις."
Η λέξη "malestar" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Estar en malestar"
"Να είσαι σε κατάσταση δυσφορίας."
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος αντιμετωπίζει δυσκολίες ή προβλήματα.
"Causar malestar"
"Να προκαλέσει δυσφορία."
Μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που δεν είναι ευχάριστο για μια ομάδα ανθρώπων.
"Sentir malestar"
"Να νιώθεις δυσφορία."
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την αίσθηση κακής διάθεσης ή αρνητικών συναισθημάτων.
Η λέξη "malestar" προέρχεται από τη σύνθεση των δύο ισπανικών λέξεων: "mal" (κακό) και "estar" (είμαι). Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "να είμαι σε κακή κατάσταση".
Συνώνυμα: - incomodidad (ενοχλητικότητα) - desasosiego (ανησυχία)
Αντώνυμα: - bienestar (ευημερία) - comodidad (άνεση)