Malhechor είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /mal.eˈxor/
Η λέξη malhechor αναφέρεται σε ένα άτομο που διαπράττει εγκληματικές ενέργειες ή έχει κακή συμπεριφορά. Προέρχεται από το λατινικό "malefactor", το οποίο έχει ανάλογη σημασία. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικό ή εγκληματολογικό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, όπως σε νομικά κείμενα και δημοσιογραφία, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που σχετίζονται με εγκλήματα.
Ο κακοποιός συνελήφθη από την αστυνομία.
La comunidad teme que el malhechor regrese a la zona.
Η κοινότητα φοβάται ότι ο κακοποιός θα επιστρέψει στην περιοχή.
Es importante identificar al malhechor antes de que cometa otro delito.
Η λέξη malhechor δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει κανείς κάποιες σε σχέση με κακό ή εγκληματική συμπεριφορά:
Δεν υπάρχει κακοποιός που να μην συλληφθεί.
Un malhechor siempre deja huellas.
Ένας κακοποιός πάντα αφήνει ίχνη.
El malhechor suele ser también víctima de su propia maldad.
Ο κακοποιός συνήθως είναι και θύμα της δικής του κακίας.
Es un malhechor conocido en el barrio.
Η λέξη malhechor προέρχεται από το λατινικό "malefactor", το οποίο αποτελείται από το "male" (κακά) και "facere" (να κάνει), αποδίδοντας την έννοια του ανθρώπου που κάνει κακό.
Συνώνυμα: - Criminal - Delincuente - Infractor
Αντώνυμα: - Bueno (καλός) - Honesto (έντιμος) - Justo (δίκαιος)