malhumorado: επίθετο
/mal.u.moˈɾaðo/
Η λέξη malhumorado χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι κακοντυμένο, κακοδιάθετο ή που έχει μια συνεχώς θυμωμένη ή γκρινιάρα διάθεση. Στον λόγο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καθημερινές κουβέντες, περιγράφοντας ανθρώπους ή καταστάσεις που καταδεικνύουν δυσαρέσκεια ή μνησικακία.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγω της καθημερινής επικοινωνίας.
No hables con él hoy, está malhumorado.
Μην μιλήσεις μαζί του σήμερα, είναι κακόκεφος.
Su malhumorado comportamiento no agrada a nadie.
Η κακοδιάθετη συμπεριφορά του δεν αρέσει σε κανέναν.
Ella siempre se vuelve malhumorada cuando no duerme bien.
Αυτή πάντα γίνεται κακόκεφη όταν δεν κοιμάται καλά.
Estar malhumorado como un perro.
Να είσαι κακόκεφος όπως ένας σκύλος.
No seas malhumorado, la vida es corta.
Μην είσαι κακόκεφος, η ζωή είναι μικρή.
Se nota que está malhumorado hoy.
Φαίνεται ότι είναι κακόκεφος σήμερα.
El malhumorado día de trabajo fue difícil para todos.
Η κακεντρεχής μέρα δουλειάς ήταν δύσκολη για όλους.
Cuando está malhumorado, prefiere estar solo.
Όταν είναι κακόκεφος, προτιμά να είναι μόνος.
Η λέξη "malhumorado" προέρχεται από το ισπανικό "mal" που σημαίνει "κακός" και "humor" που σημαίνει "διάθεση" ή "χιούμορ". Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "με κακή διάθεση".