malicia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

malicia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Malicia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

[maliˈθja] (στα Ισπανικά: [maˈliθja] στην Ισπανία ή [maˈlisja] σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "malicia" αναφέρεται σε μια κακή πρόθεση ή νοοτροπία. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που δρουν με δόλο ή κακία. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να έχει περισσότερη συχνότητα σε συγκεκριμένα νομικά ή κοινωνικά πλαίσια.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La malicia de sus acciones es innegable.
  2. Η κακία των πράξεών του είναι αναντίρρητη.

  3. No se puede confiar en una persona que actúa con malicia.

  4. Δεν μπορείς να εμπιστευτείς ένα άτομο που ενεργεί με κακία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, η λέξη "malicia" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναδείξει τον δόλο ή την πονηριά Κατωτέρω παρατίθενται παραδείγματα:

  1. Hacer algo con malicia es deshonesto.
  2. Να κάνεις κάτι με δόλο είναι ανέντιμο.

  3. Su mirada estaba llena de malicia.

  4. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο κακία.

  5. No me gusta la malicia que hay en este lugar.

  6. Δεν μου αρέσει η κακία που υπάρχει σε αυτό το μέρος.

  7. Siempre actuaba con malicia hacia los demás.

  8. Πάντα ενεργούσε με κακία προς τους άλλους.

  9. La malicia puede ser peligrosa en las relaciones.

  10. Η κακία μπορεί να είναι επικίνδυνη στις σχέσεις.

  11. Se percibe la malicia en sus palabras.

  12. Η κακία γίνεται αντιληπτή στα λόγια του.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "malicia" προέρχεται από τη λατινική λέξη "malitia", που σημαίνει "κακία" ή "κακή πρόθεση". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με το "malus", το οποίο σημαίνει "κακός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024