"Malicia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[maliˈθja] (στα Ισπανικά: [maˈliθja] στην Ισπανία ή [maˈlisja] σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής)
Η λέξη "malicia" αναφέρεται σε μια κακή πρόθεση ή νοοτροπία. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που δρουν με δόλο ή κακία. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να έχει περισσότερη συχνότητα σε συγκεκριμένα νομικά ή κοινωνικά πλαίσια.
Η κακία των πράξεών του είναι αναντίρρητη.
No se puede confiar en una persona que actúa con malicia.
Σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, η λέξη "malicia" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναδείξει τον δόλο ή την πονηριά Κατωτέρω παρατίθενται παραδείγματα:
Να κάνεις κάτι με δόλο είναι ανέντιμο.
Su mirada estaba llena de malicia.
Το βλέμμα της ήταν γεμάτο κακία.
No me gusta la malicia que hay en este lugar.
Δεν μου αρέσει η κακία που υπάρχει σε αυτό το μέρος.
Siempre actuaba con malicia hacia los demás.
Πάντα ενεργούσε με κακία προς τους άλλους.
La malicia puede ser peligrosa en las relaciones.
Η κακία μπορεί να είναι επικίνδυνη στις σχέσεις.
Se percibe la malicia en sus palabras.
Η λέξη "malicia" προέρχεται από τη λατινική λέξη "malitia", που σημαίνει "κακία" ή "κακή πρόθεση". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με το "malus", το οποίο σημαίνει "κακός".
Maldad (κακία)
Αντώνυμα: